Χαρτογράφηση ή κανονικοποίηση της σύγχρονης ποίησης;
Χαρτογράφηση ή κανονικοποίηση της σύγχρονης ποίησης;
Σήμερα, το Ινστιτούτο Πειραματικών Τεχνών παρουσιάζει την ανθολογία- ψηφιακή πλατφόρμα «Ποίηση από τον 21ο Αιώνα», μια πρωτοβουλία που, όπως αναφέρει το σχετικό δελτίο τύπου, «[...] στοχεύει στην καταγραφή και ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής δημιουργίας. Το έργο περιλαμβάνει 220 ποιητές και ποιήτριες που κυκλοφόρησαν το πρώτο τους βιβλίο μετά το 2000 από 98 εκδοτικούς οίκους σε όλη την ελληνική επικράτεια, επιχειρώντας μια χαρτογράφηση της ποιητικής παραγωγής του 21ου αιώνα. Επίσης, δημοσιεύονται δοκίμια από καταξιωμένους κριτικούς και ακαδημαϊκούς για τη σύγχρονη ποίηση και τους δημιουργούς της».
Η πρωτοβουλία φαίνεται ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσε μάλιστα, θεωρητικά, να λειτουργήσει ως ζωντανό αρχείο, ως μέσο πρόσβασης για ερευνητές, αναγνώστες και μελετητές αλλά και ως πλατφόρμα διεθνούς ανάδειξης της νεότερης ελληνικής ποιητικής παραγωγής. Αλλά παρ' όλα αυτά, έχει κι αυτή τα προβλήματα της. Είναι γνωστό: τέτοιες «ανθολογίες», όπως άλλωστε και οι λίστες των δέκα, πενήντα ή εκατό βιβλίων που δημοσιεύονται κατά καιρούς, διαμορφώνουν έναν λογοτεχνικό κανόνα. Έναν κανόνα που, αφού συμπεριλάβει και ορισμένους/ες οι οποίοι προηγουμένως διαμαρτύρονταν γιατί δεν μπήκαν στην τάδε ή δείνα ποιητική έκδοση, παρουσιάζεται έπειτα στο κοινό της ποίησης ως «αντιπροσωπευτικός» μιας τάσης ή μιας εποχής, π.χ. της «γενιάς του 2000» ή της τάσης γύρω από την «αριστερή μελαγχολία». Αυτή η λογική, για να είμαστε ειλικρινείς, επιχειρεί να ορίσει τι είναι ποίηση σήμερα με αυθαίρετα κριτήρια και με πρόχειρη μεθοδολογία και, για να γίνω λίγο δυσάρεστος, βασίζεται κυρίως στις διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στην πλειοψηφία ποιητών, κριτικών και εκδοτών – με κάποιες εξαιρέσεις, βεβαίως – και λιγότερο σε ουσιαστικά, αντικειμενικά κριτήρια.
Γενικά δεν είμαι κατά των ανθολογιών – προτιμώ, μάλιστα, να τις αποκαλώ «θεματικά έργα» – ούτε κατά των συλλογικών εκδόσεων. Έχω συμμετάσχει σε τέτοια εγχειρήματα, έχω λάβει μέρος σε λογοτεχνικό ημερολόγιο και έχω εργαστεί σε αντίστοιχες διαδικασίες ως μέλος κριτικής επιτροπής ή/και ως ανθολόγος. Ωστόσο, εδώ μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Εδώ, μάλιστα με δημόσια χρηματοδότηση, προκύπτει μια «από τα πάνω» διαδικασία που, αφού συγκέντρωσε 220 ονόματα, καλεί – με αρκετό, ομολογουμένως, θράσος – όλους όσοι δεν συμπεριλήφθηκαν να… προτείνουν τον εαυτό τους, ώστε να περάσουν από την κρίση της επιτροπής και να αποκτήσουν, ενδεχομένως, το δικαίωμα να επιλέγουν και οι ίδιοι στο τέλος. Κατά τα άλλα… η ανθολογία προκύπτει μέσα από «μέθοδο» και «έρευνα».
Μεταξύ μας, στις λίστες του ΟΣΔΕΛ και της Βιβλιονέτ μπορεί κανείς εύκολα και αντικειμενικά να εντοπίσει όσους εξέδωσαν ποιητικό βιβλίο μετά το 2000 και να στήσει μια διαδικτυακή πλατφόρμα χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς αφ’ υψηλού αναγνώσεις και χωρίς αυτό το επιτηδευμένο κύρος που προσπαθεί να νομιμοποιήσει έναν ήδη κλειστό κύκλο. Αν πράγματι μιλάμε για «χαρτογράφηση», τότε η πιο αξιόπιστη και έντιμη λύση δεν είναι η δημιουργία μιας «επιλογής» ούτε η επιβολή γενεών, τάσεων και κατευθύνσεων, αλλά η καταγραφή όλων όσων εξέδωσαν ποιητικό βιβλίο μετά το 2000.
Ακόμη όμως και έτσι, είτε ακολουθήσει κανείς τη λογική της επιλεκτικής «αντιπροσώπευσης» είτε της καθολικής καταγραφής, παραμένει πάντα το ενδεχόμενο μιας ανεδαφικής φιλοδοξίας: η πλήρης εποπτεία της ποιητικής παραγωγής είναι σχεδόν αδύνατη. Ωστόσο, εδώ η ηλεκτρονική μορφή ίσως λειτουργήσει διαφορετικά σε αντίθεση με μια έντυπη έκδοση, η ψηφιακή πλατφόρμα μπορεί να διορθώνεται, να εμπλουτίζεται, να επανεξετάζεται και να αναθεωρείται συνεχώς. Θεωρητικά, αυτό ακριβώς επιχειρεί η συγκεκριμένη ανθολογία- ψηφιακή πλατφόρμα «Ποίηση από τον 21ο Αιώνα». Στην πραγματικότητα, και όπως αποδείχθηκε, πρόκειται για μια ακόμα δραστηριότητα που εξυπηρετεί συγκεκριμένες λογικές και όχι την ελληνική ποίηση. Κρίμα.
Ειρηναίος Μαράκης
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου