Η επιλεκτική ωριμότητα και η κοινωνική υποκρισία γύρω από την εφηβεία
Η επιλεκτική ωριμότητα και η κοινωνική υποκρισία γύρω από την εφηβεία
Ένα νεαρό άτομο στην εφηβεία είναι ώριμο να έχει πολιτική σκέψη, κοινωνική συνείδηση, έχει επίγνωση της σεξουαλικότητας του αλλά όταν μαχαιρώνει, επανειλημμένα και με σκοπό, είναι παιδί και μάλιστα παραπλανημένο. Αυτή η αντίφαση δεν είναι τυχαία ούτε ουδέτερη αλλά αποκαλύπτει ένα ολόκληρο σύστημα αντίληψης που μεταχειρίζεται τους εφήβους σαν εργαλείο, άλλοτε για να τους φορτώσει υπευθυνότητες όταν χρειάζεται πειθαρχημένους μικρούς πολίτες που θα σκύβουν το κεφάλι και θα προσαρμόζονται στις επιταγές της αγοράς, της εκπαίδευσης που λειτουργεί ως μηχανισμός συμμόρφωσης και της οικογένειας που συχνά λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου και άλλοτε για να τους αφαιρέσει κάθε έννοια αυτονομίας και κριτικής σκέψης όταν χρειάζεται να τους παρουσιάσει ως αθώα, εύπλαστα, αμέτοχα υποκείμενα για να απαλλάξει το πολιτικό σύστημα από τις ευθύνες του και από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που γεννούν βία.
Σε αυτό το πλαίσιο η κοινωνία - ένα σύνολο με τις συμφωνίες, τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις του - αναζητά συχνά την πιο βολική εκδοχή της αλήθειας, εκείνη που δεν θα την αναγκάσει να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να παραδεχτεί ότι η βία δεν είναι μια παρέκκλιση που γεννιέται ξαφνικά στο μυαλό ενός παιδιού αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων κοινωνικών πιέσεων και καταπιεστικών δομών, της ταξικής ανισότητας, της συστημικής αδικίας και μιας δημόσιας σφαίρας που αναπαράγει αδιάκοπα πρότυπα επιθετικότητας, κυριαρχίας, έμφυλης υπεροχής και ταξικής περιφρόνησης. Όταν ένας έφηβος διαμορφώνει πολιτική σκέψη, όταν διεκδικεί λόγο για την εκπαίδευση, για την κοινωνία, για τον κόσμο που θα ζήσει, τότε αντιμετωπίζεται από πολλούς ενήλικες ως υπερβολικός, ανώριμος, αφελής, επικίνδυνα πολιτικοποιημένος, ένας μικρός επαναστάτης που πρέπει να επανέλθει στην τάξη, να σωπάσει, να διαβάσει, να συμμορφωθεί. Όταν όμως ο ίδιος έφηβος εμπλέκεται σε μια πράξη βίας, τότε ξαφνικά γίνεται παιδί, άμαθο, ανεύθυνο, παραπλανημένο, ένα θύμα που χρειάζεται προστασία, όχι γιατί η κοινωνία συγκλονίζεται από ανθρωπιστικά αισθήματα αλλά γιατί έτσι αποφεύγει να παραδεχτεί ότι η βία που εκφράζεται από έναν έφηβο είναι κομμάτι της δικής της βίας.
Ναι, ο έφηβος που μαχαιρώνει έχει ευθύνη. Και αυτό πρέπει να λέγεται καθαρά, χωρίς υπεκφυγές και χωρίς την εύκολη δικαιολογία ότι «είναι παιδί άρα δεν ξέρει». Έχει τη δική του ευθύνη γιατί πρόκειται για μια πράξη συνειδητή, επαναλαμβανόμενη, με πρόθεση και με αποτέλεσμα την πρόκληση βλάβης ή ακόμη και τον θάνατο. Η ευθύνη αυτή δεν αφορά μόνο το νομικό επίπεδο αλλά και το ηθικό επίπεδο, αφορά την πράξη ως πράξη βίας που παραβιάζει ένα βασικό κοινωνικό όριο: κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη σωματική ακεραιότητα ενός άλλου. Όμως το κρίσιμο ζήτημα είναι τι σημαίνει «ευθύνη» όταν μιλάμε για έναν έφηβο. Δεν σημαίνει ότι τον πετάμε στην ίδια κατηγορία με τον ψυχρό, υπολογισμένο ενήλικο δράστη και δεν σημαίνει ότι παραγράφουμε το κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο που συνέβαλε στο να φτάσει σε αυτή τη βίαιη πράξη. Ο έφηβος φέρει ατομική ευθύνη αλλά δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος. Η πράξη του δεν γεννήθηκε στο κενό, δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, δεν είναι ένα προσωπικό ηθικό ελάττωμα που εμφανίστηκε ανεξήγητα. Αντ, αποτελεί το προϊόν μιας κοινωνίας που παράγει βία, ανισότητες, περιθωριοποίηση, έμφυλες πιέσεις, βαθιές απογοητεύσεις και ένα εκπαιδευτικό και οικογενειακό πλαίσιο που συχνά αδυνατεί - με ευθύνη του κράτους, της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης - να στηρίξει, να προστατεύσει και να κατευθύνει δημιουργικά την οργή, τον φόβο, την ανασφάλεια και την επιθετικότητα που συσσωρεύονται στα χρόνια της εφηβείας.
Κάτω από αυτό το πλαίσιο, η αριστερή, κοινωνικά προσανατολισμένη και ανθρωπιστική οπτική δεν γίνεται να δικαιολογεί τον έφηβο ούτε τον αποενοχοποιεί με έναν εύκολο τρόπο. Αντίθετα, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η ευθύνη πρέπει να αναγνωρίζεται αλλά να εντάσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο κατανόησης, παιδαγωγικής αντιμετώπισης, κοινωνικής φροντίδας και πολιτικής κριτικής. Γιατί αν περιοριστούμε μόνο στην ατομική ευθύνη, τότε απλώς αναπαράγουμε μια τιμωρητική λογική που θέλει να κλείσει την υπόθεση γρήγορα, να βρει τον φταίχτη, να τον στιγματίσει και να απαλλάξει το σύστημα από την ανάγκη αυτοκριτικής. Αν όμως εξετάσουμε τη συγκεκριμένη περίπτωση μαζί με τις κοινωνικές αιτίες που τη γεννούν, τότε ανοίγει ο δρόμος όχι μόνο για δικαιοσύνη αλλά και για πρόληψη, για πραγματική προστασία της κοινωνίας και για σεβασμό της ανθρώπινης ζωής.
Με άλλα λόγια, ναι, ο έφηβος έχει ευθύνη για την πράξη του. Αλλά μια προοδευτική κοινωνία είναι ανεπίτρεπτο να περιορίζεται στο να δείχνει με το δάχτυλο τον έφηβο θύτη. Ούτε να παίζει με τις λέξεις και κυρίως, χωρίς να αδιαφορεί για το θύμα της μίας ή της άλλης εγκληματικής επίθεσης. Τουναντίον, οφείλει να κιτάζει και τον εαυτό της, το σχολείο, το κράτος, τα μέσα ενημέρωσης, τις οικογένειες, τις πολιτικές επιλογές που συντηρούν ένα περιβάλλον όπου η βία γίνεται απάντηση στην κρίση και την απόγνωση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα, έχει καθήκον να παλεύει ώστε κανένας νέος άνθρωπος να μην φτάνει στο σημείο να σηκώνει μαχαίρι, όχι γιατί φοβάται την τιμωρία και τη φυλακή αλλά γιατί μεγαλώνει σε μια κοινωνία που μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους, άλλες διεξόδους και μια νέα προοπτική.
Δυστυχώς , η δημόσια συζήτηση είτε δεξιά και, δυστυχώς, είτε αριστερά αντί να σταθεί σε αυτό το βαθιά πολιτικό ζήτημα, συνήθως εξαντλείται σε εύκολες ηθικολογίες, στην εντύπωση που δημιουργείται στην τηλεοπτική οθόνη ή στα μοντέρνα κινητά τηλέφωνα, σε δικαστήρια της κοινής γνώμης που αποφασίζουν γρήγορα, χωρίς σκέψη, χωρίς κοινωνική κατανόηση - ακόμα και όταν την επικαλούνται. Κι έτσι, επιβεβαιώνουν ότι προτιμάμε να αναλύουμε πρόσωπα και χαρακτήρες αντί να αναμετρηθούμε με τους μηχανισμούς της αστικής δημοκρατίας και της εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Είναι, οι ίδιοι που απαιτούν από τους εφήβους να είναι ώριμοι ψηφοφόροι αύριο, πειθαρχημένοι εργαζόμενοι μεθαύριο και νομοταγείς πολίτες για πάντα, είναι εκείνοι που τους αφαιρούν κάθε πολιτική υπόσταση τη στιγμή που η πράξη τους διαταράσσει την κυρίαρχη αφήγηση περί τάξης και ασφάλειας. Δεν θέλουν έναν νέο άνθρωπο με συνείδηση, θέλουν έναν νέο άνθρωπο απόλυτα ελέγξιμο, χρήσιμο και πάνω απ’ όλα, υπάκουο.
Η αριστερή και ανθρωπιστική προσέγγιση οφείλει να επιμείνει στο αντίθετο, ότι οι έφηβοι δεν είναι ούτε μικροί ενήλικες ούτε αιώνια παιδιά αλλά κοινωνικά υποκείμενα που ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον βίας οικονομικής, θεσμικής, εκπαιδευτικής και πολιτισμικής και άρα δεν μπορείς να τους αντιμετωπίζεις με δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με το τι βολεύει την κυρίαρχη αφήγηση κάθε φορά. Ναι, ο έφηβος μπορεί να έχει πολιτική σκέψη και κοινωνική συνείδηση και ναι, μπορεί να έχει επίγνωση της σεξουαλικότητας του, κάτι που ανησυχεί τα συντηρητικά αντανακλαστικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι πλήρης ενήλικας απαλλαγμένος από τις ανάγκες του, από την ευαλωτότητα του, από τις αντιφάσεις του. Όταν όμως φτάνουμε στο σημείο μιας ακραίας πράξης βίας, αντί να αναζητούμε μόνο ατομικές ευθύνες ή μόνο ελαφρυντικά, οφείλουμε να κοιτάμε και το κοινωνικό σώμα που παράγει τέτοιες συμπεριφορές, το σχολείο που δεν προστατεύει, την οικογένεια που συχνά σιωπά, το κράτος που λειτουργεί κατασταλτικά αντί για υποστηρικτικά, τα μέσα ενημέρωσης που ποτίζουν με τρόμο και μίσος καθημερινά.
Τέλος , το πρόβλημα δεν είναι αν ο έφηβος είναι ώριμος ή ανώριμος, το πρόβλημα είναι ότι μια κοινωνία που τον θέλει ώριμο όταν της συμφέρει και παιδί όταν τη βολεύει, αρνείται να αναλάβει την πολιτική και ηθική της ευθύνη για τις συνθήκες που διαμορφώνονται. Και όσο αυτή η αντίφαση παραμένει, όσο συνεχίζουμε να κρύβουμε τα πραγματικά αίτια πίσω από επιφανειακές ερμηνείες, τόσο θα επαναλαμβάνουμε τα ίδια ερωτήματα, τις ίδιες τραγωδίες, την ίδια υποκρισία, σε έναν κύκλο που μόνο μια συνειδητή, κοινωνικά προσανατολισμένη και βαθιά πολιτική ματιά μπορεί να σπάσει. Και να ανατρέψει.
Ειρηναίος Μαράκης





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου