Με αφορμή τη φασιστική επίθεση στο ΚΚΕ
Με αφορμή τη φασιστική επίθεση στο ΚΚΕ
Η πρόσφατη φασιστική επίθεση στα γραφεία του ΚΚΕ στα Χανιά, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο ανθρώπων, δεν ήταν ένα τυχαίο περιστατικό. Ήταν μια στοχευμένη, ωμή και ξεδιάντροπη προσπάθεια τρομοκράτησης του αντιρατσιστικού, αντιφασιστικού και εργατικού κινήματος· μια επιχείρηση καταστολής κάθε φωνής που ορθώνεται απέναντι στον ρατσισμό, τον εθνικισμό, τον πόλεμο, τη στήριξη της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στη γενοκτονία στη Γάζα και, τέλος, στα εγκλήματα που διαπράττει η ίδια στα Τέμπη, την Πύλο και αλλού.
Η επίθεση – η πρώτη μετά από δέκα χρόνια ουσιαστικής εξάλειψης της παρουσίας των χρυσαυγιτών από την πόλη – δεν θα είναι η τελευταία, αν δεν υπάρξει συνολική και μετωπική απάντηση, οργανωμένη από τα κάτω, με κάλεσμα για ενεργή συμμετοχή στα εργατικά σωματεία και τα συνδικάτα, ώστε να καταστεί η κοινωνική πλειοψηφία ενεργή, μαζική και αποφασιστική απέναντι στη φασιστική απειλή. Το μήνυμα που επιχειρείται να σταλεί από τους θρασύδειλους τραμπούκους είναι ξεκάθαρο: να φοβηθεί ο κόσμος που επιμένει να αγωνίζεται, να υποχωρήσουν οι αγώνες του εργατικού, αντιρατσιστικού και αντιπολεμικού κινήματος που δεν παύουν να υπενθυμίζουν ότι η κοινωνική αδικία δεν είναι φυσικός νόμος, αλλά αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Να σιωπήσουν όσοι καταγγέλλουν τη γενοκτονία στη Γάζα, να υποχωρήσουν όσοι στέκονται στο πλευρό των προσφύγων και των μεταναστών, να εξαφανιστούν όσοι ακόμα μιλούν για ταξικά συμφέροντα και για διεθνιστική αλληλεγγύη.
Όλα αυτά γίνονται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, που ορίζει με σαφήνεια ποιοι ευθύνονται και ποιοι προσπαθούν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όχι μόνο δεν απέτρεψε την άνοδο της ακροδεξιάς βίας, αλλά της έστρωσε το χαλί: με τις πολιτικές των επαναπροωθήσεων και των απελάσεων προσφύγων, με τις διώξεις αγωνιστών, με την ασυλία που προσφέρει στους φασίστες και τους καταδικασμένους νεοναζί, με τα νομοσχέδια που μετατρέπουν τον ρατσισμό σε κρατική στρατηγική και κυβερνητική επιλογή, ενισχύοντας συστηματικά το κλίμα της επίθεσης. Από την Πύλο ως τα Τέμπη, το αποτύπωμα είναι το ίδιο: νεκροί άνθρωποι, εγκαταλελειμμένοι πολίτες, επίθεση σε δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα, θεσμική ατιμωρησία. Η περίπτωση της Πύλου, όπου δεκάδες πρόσφυγες πνίγηκαν ενώ το Λιμενικό παρακολουθούσε αδιάφορο – ή, ακόμη χειρότερα, συνέβαλε – δεν αποτελεί απλώς ένα τραγικό γεγονός. Είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ζωή ως παράπλευρη απώλεια μπροστά στην «ακεραιότητα των συνόρων»· μιας πολιτικής που βαδίζει χέρι-χέρι με τον θάνατο και επιδιώκει να τον κανονικοποιήσει.
Η ίδια πολιτική προωθείται με το νέο ρατσιστικό νομοσχέδιο του Πλεύρη, που έρχεται ως φυσική συνέχεια του έργου του Βορίδη – ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, πιάστηκε με τις «γίδες» του ΟΠΕΚΕΠΕ στην πλάτη. Πρόκειται για μια θεσμική τοξικότητα που παγιώνει τον διαχωρισμό σε «πολίτες» και «υπανθρώπους», που ρυθμίζει την εργασία και τη ζωή των μεταναστών με όρους εκβιασμού και υπερεκμετάλλευσης, που στέλνει το μήνυμα πως όποιος δεν γεννήθηκε εδώ δεν έχει το ίδιο δικαίωμα να ζήσει, να μορφωθεί, να αναπνεύσει – εκτός αν διαθέτει golden visa ή είναι Ισραηλινός στρατιώτης του IDF, που διεκδικεί να κάνει τις «διακοπές» του στα ελληνικά νησιά ώστε να επιστρέψει αργότερα ακόμη πιο έτοιμος να δολοφονήσει παιδιά στη Γάζα. Αυτή είναι η στρατηγική αποκλεισμού και ενοχοποίησης που νομιμοποιεί τις φασιστικές επιθέσεις, που δίνει θάρρος στους νοσταλγούς των ταγμάτων εφόδου να επανεμφανίζονται στις γειτονιές, να στήνουν ρατσιστικές φιέστες μίσους και να οργανώνουν πογκρόμ κατά αριστερών κομμάτων και αντιρατσιστικών οργανώσεων.
Η πραγματικότητα είναι πως η απειλή του φασισμού δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Απλώς αναγκάστηκε να λάβει νέες μορφές «αντισυστημικής» ρητορικής, που επενδύουν στον φόβο, την παραπληροφόρηση και τη συνωμοσιολογία. Και ενώ η ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε μια νίκη του αντιφασιστικού κινήματος, το γεγονός ότι σημαντικοί εκπρόσωποι των νεοναζί βρίσκονται πλέον εκτός φυλακής αποδεικνύει πως τίποτα δεν τελείωσε· ότι η Δικαιοσύνη είναι ταξική, επιλεκτική και συχνά συνένοχη – μαζί με την κυβέρνηση – στη στήριξη της φασιστικής απειλής. Όπως συνέβη στα Χανιά: μπορεί να υπήρξε καταδίκη για τους χρυσαυγίτες που επιτέθηκαν στα μέλη του ΚΚΕ, όμως το δικαστήριο απέρριψε την πέμπτη κατηγορία για σύσταση συμμορίας και αναγνώρισε το ελαφρυντικό της έμπρακτης μεταμέλειας. Και εδώ παρατηρούμε ότι, αν αφήναμε την εξέλιξη της δίκης των νεοναζί στον αυτόματο πιλότο – στο όνομα της «ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης» ή απορρίπτοντας συνολικά τη δυνατότητα να ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις στα δικαστήρια – αν δεν υπήρχε η επιμονή και η δύναμη του δρόμου, η Χρυσή Αυγή θα ήταν σήμερα ένα νόμιμο κοινοβουλευτικό κόμμα, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, προβολή στα κανάλια των εργολάβων και των τραπεζιτών και με οργανωμένα τάγματα εφόδου στους δρόμους.
Η φασιστική επίθεση στα Χανιά δεν είναι μεμονωμένη πράξη. Συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που η κυβέρνηση επιχειρεί να ανακάμψει πολιτικά μετά την αλυσίδα των σκανδάλων, των εγκλημάτων και των κοινωνικών εκρήξεων. Επιλέγει να επενδύσει ξανά στη ρατσιστική ατζέντα, να σηκώσει τη σημαία του «νόμου και της τάξης», να μετατρέψει μετανάστες και πρόσφυγες σε αποδιοπομπαίους τράγους, να στήσει ένα νέο τείχος μίσους και αυταρχισμού γύρω από την ένδεια και τη φτώχεια που η ίδια συντηρεί. Όποιος παρακολουθεί την επικαιρότητα, καταλαβαίνει: ό,τι δεν φτάνει να λογοκριθεί, επιχειρείται να πνιγεί μέσα στην αστυνομική αυθαιρεσία ή την πατριδοκαπηλία και ό,τι δεν αφομοιώνεται, πρέπει να συντριβεί. Όπως, για παράδειγμα, προσπαθούν – χωρίς επιτυχία – να επιβάλουν στη Ρόδο και τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, όπου το τοπικό κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη διαδηλώνει ενάντια στην παρουσία Ισραηλινών στρατιωτών του IDF. Οι διαδηλώσεις πραγματοποιούνται και γκρεμίζουν το τρομοκρατικό αφήγημα της κυβέρνησης. Γι’ αυτό οι τραμπουκισμοί κατά οργανώσεων και αλληλέγγυων. Γι’ αυτό και οι πλάτες στους φασίστες.
Απέναντι σε αυτή τη στρατηγική, δεν υπάρχει άλλη απάντηση από την ανοιχτή, δημόσια και κοινωνικά ριζωμένη σύγκρουση. Ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται μονάχα μέσω της νομικής οδού – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αξιοποιούμε κάθε εργαλείο και όπλο για την κοινωνική του απομόνωση. Προφανώς, δεν διαλύεται με βάση την ηθική αποδοκιμασία και δεν υποχωρεί αν του αφήσεις χώρο ή τον υποτιμήσεις. Παράλληλα, δεν πρέπει να του δίνουμε μεγαλύτερες δυνατότητες από όσες ήδη έχει: οι θεωρίες περί «εκφασισμού της κοινωνίας» υποτιμούν τόσο τη δύναμη του μαζικού αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος που οδήγησε στη συντριπτική διάλυση των φασιστικών συμμοριών, όσο και την πραγματική εμβέλεια των ακροδεξιών τρολ του διαδικτύου – της «ανθρώπινης σκόνης» της κοινωνίας που αδυνατεί να συγκροτηθεί ως αντίπαλο δέος της εργατικής τάξης και περιορίζεται στον χώρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Η φασιστική απειλή παύει να ορίζεται ως τέτοια όταν συναντά κοινωνικό ανάχωμα: όταν το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα, οι δυνάμεις της Αριστεράς, τα σωματεία, οι φοιτητικοί σύλλογοι, οι προσφυγικές κοινότητες και οι εργαζόμενοι αυτού του τόπου συντονίζονται, κατεβαίνουν στον δρόμο, μπλοκάρουν κάθε εμφάνιση, καταγγέλλουν κάθε φασιστικό ψίθυρο και επιβάλλουν την παρουσία τους ως πολιτική πρωτοπορία και ως δημοκρατική πλειοψηφία. Δεν είναι απλώς θέμα δικαιοσύνης. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου σε μια ανοιχτή μάχη. Και αν κάτι απέδειξαν τα Χανιά – και με τις μαζικές αντιδράσεις κατά της επίθεσης στο ΚΚΕ αλλά κυρίως με την αποτροπή συνάξεων ρατσιστικού μίσους στο κέντρο της πόλης – είναι ότι το αντιφασιστικό ποτάμι δεν σταματά.
Είναι γνωστό πια, ο φασισμός δεν θα πεθάνει από μόνος του. Τον τσακίζεις. Ή σε τσακίζει. Κι εμείς στα Χανιά έχουμε διαλέξει εδώ και καιρό τη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Συνεχίζουμε, ενωμένοι, ενάντια στις νέες προκλήσεις και μπροστά στα ανανεωμένα καθήκοντά μας.
Ειρηναίος Μαράκης
29/7/2025
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου