Περί φόνου και βίας
ΠΕΡΙ ΦΟΝΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΣ
Ο φόνος αποτελεί ένα ζήτημα που διαχρονικά συγκλονίζει τη σκέψη και τις συνειδήσεις. Δεν εγκρίνω τον φόνο, ούτε καν την πολιτική δολοφονία. Ανεξαρτήτως της πλευράς από την οποία προέρχεται, είτε από τα (ακρο)δεξιά είτε από προοδευτικά χέρια, η βία έχει πάντα ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Η βία από προοδευτική σκοπιά, μάλιστα, συχνά λειτουργεί σε αντιδραστική κατεύθυνση, ιδιαίτερα όταν υποκαθιστά τις συλλογικές δράσεις του μαζικού, εργατικού κινήματος. Ούτε η πολιτική δολοφονία, από ριζοσπαστική θέση, φέρνει νομοτελειακά την ανατροπή μιας κατάστασης εξαίρεσης και βίας. Αξίζει να θυμηθούμε ότι, στην τσαρική Ρωσία, ιδρύθηκαν διάφορες μυστικές οργανώσεις, ορισμένες εκ των οποίων ανέπτυξαν τρομοκρατική δράση, φτάνοντας μέχρι τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1881, χωρίς όμως να αλλάξει το καθεστώς. Μόνο η εργατική, σοσιαλιστική Ρωσική Επανάσταση το 1917 πέτυχε κάτι τέτοιο, με άλλες ιδέες, μεθόδους και εργαλεία, έστω και για περιορισμένο χρόνο.
Η ιστορία δείχνει ότι η απλή καταδίκη ή η εκτίμηση του θανάτου ενός ανθρώπου δεν αρκεί για να κρίνουμε την πράξη. Δεν θα καταδικάσω την εκτέλεση τυράννων ή ακροδεξιών, αν προέρχεται από χέρια που μάχονται για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Ταυτόχρονα, δεν θα λυπηθώ για τον θάνατο ενός ακροδεξιού καθάρματος αλλά ούτε θα πανηγυρίσω. Προφανώς, δεν θα καταδικάσω όσους πανηγυρίζουν για μια τέτοια δολοφονία, ειδικά όταν τα θύματα είχαν υποστεί τις μισάνθρωπες επιθέσεις ακροδεξιών. Ακόμα, καταδικάζω τις πολιτικές δολοφονίες από ακροδεξιά στοιχεία, όπως εκείνη της Δημοκρατικής βουλευτού Μελίσα Χόρτμαν και του συζύγου της Μαρκ, τον περασμένο Ιούνιο, καθώς μια τέτοια στοχευμένη ενέργεια αποτελεί πράξη φίμωσης και τρομοκρατίας κατά των δημοκρατικών και προοδευτικών πολιτικών, κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και ευρύτερα. Σε κάθε περίπτωση ο φόνος παραμένει τραγωδία: η πολιτική του σημασία κρίνεται μέσα από το πλαίσιο και τις συνθήκες της πράξης.
Η θανατική ποινή δεν περιορίζει το έγκλημα ούτε μεταμορφώνει όσους παραβατούν σε «σωστούς» ανθρώπους. Υπάρχουν εξαιρέσεις που αξίζουν προσοχής: το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής ή η αυτοάμυνα, όπως όταν ένα θύμα βιασμού υπερασπίζεται τη ζωή του σκοτώνοντας τον θύτη. Τέτοιες πράξεις απαιτούν νομική και κοινωνική κατανόηση. Αντίθετα, ο φόνος στα πλαίσια μιας σχέσης καταπίεσης, όπως η γυναικοκτονία, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επιπόλαιη πράξη. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοάμυνα δεν αντιμετωπίζει τα γενικότερα, συστημικά προβλήματα, όπως τον σεξισμό ή την καταπίεση, που μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοιες ακραίες ενέργειες. Το ίδιο ισχύει και για την αυτοδικία (βεντέτα). Μπορεί να απορρέει από την απουσία ή τη διαφθορά θεσμών, οι οποίοι αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αδικία – αντίθετα, συχνά τη γεννούν οι ίδιοι. Ωστόσο, τέτοιες πράξεις δεν δίνουν λύση στο πρόβλημα.
Από την άλλη, ο φόνος μπορεί να κριθεί αναγκαίος σε πολύ συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτικά πλαίσια. Η υπεράσπιση του τόπου σου απέναντι σε ιμπεριαλιστικές επιθέσεις δεν είναι ένα αμιγώς ηθικό ζήτημα. Αντίθετα, γίνεται πολιτικό όταν βέβαια, δεν χρησιμοποιείται για να υποστηριχθεί η δική σου ιμπεριαλιστική αστική τάξη. Η Εθνική Αντίσταση κατά των Ναζί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν ήταν μόνο αντίσταση στον ξένο κατακτητή αλλά ταυτόχρονα μια κοινωνική Επανάσταση – μια Επανάσταση που χάθηκε – ενάντια στον βασιλιά, στους αστούς, στα ακροδεξιά στοιχεία και, γενικότερα, στο σύστημα καταπίεσης της εποχής. Η εκτέλεση του Μπενίτο Μουσολίνι από τους Ιταλούς παρτιζάνους δείχνει πώς, σε έκτακτες ιστορικές συνθήκες, ο φόνος μπορεί να αποκτήσει πολιτική σημασία.
Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι το μονοπώλιο της βίας – που φτάνει μέχρι τον φόνο – το έχουν οι κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από την πολιτική τους απόχρωση. Από παλιά, και κυρίως στη σύγχρονη εποχή, η κρατική βία εκφράζεται μέσα από την καταστολή εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, με ρατσιστικά εγκλήματα σε βάρος προσφύγων, μεταναστών και ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, με αστυνομικές δολοφονίες. Παράλληλα, η ίδια βία εκφράζεται σε διεθνές επίπεδο μέσα από πολέμους (εισβολή Ρωσίας στην Ουκρανία, αμερικάνικες επιθέσεις σε Βιετνάμ, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν) και, βέβαια, με γενοκτονίες, όπως αυτή που υφίσταται ο παλαιστινιακός λαός από το κράτος-δολοφόνο και απαρτχάιντ του Ισραήλ.
Τα παραδείγματα είναι πολλά: το ναυάγιο της Πύλου και οι επαναπροωθήσεις στον Έβρο, η εκτέλεση του Αλέξη Γρηγορόπουλου, οι δολοφονίες του Ζακ Κωστόπουλου και του Κώστα Μανιουδάκη, οι φόνοι Ρομά και μεταναστών στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς ο Τζωρτζ Φλόιντ στις ΗΠΑ. Όλες αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν ότι το κράτος δεν είναι ουδέτερος διαιτητής αλλά ενεργός παραγωγός αδικίας. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα ρατσιστικά εγκλήματα που μπορεί να είναι κρατικά/κυβερνητικά (Πύλος, με ευθύνη του Λιμενικού και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας) ή ναζιστικά/παρακρατικά (οι δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν από τα Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής), τα οποία στην πράξη απολάμβαναν την ανοχή, την κάλυψη, τη συνεργασία και την προστασία της Αστυνομίας και των κυβερνήσεων. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση της Χρυσής Αυγής που για χρόνια λειτούργησε ως παρακράτος με πλάτες στους μηχανισμούς ασφαλείας, μέχρι που η κοινωνική πίεση και το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα οδήγησαν στη δίωξή της. Αυτό αποδεικνύει πως το κράτος εμφανίζεται είτε ως άμεσος θύτης είτε ως προστάτης των ναζιστικών θυτών, με το αποτέλεσμα πάντα ίδιο: η βία να στρέφεται ενάντια στους μετανάστες, στις μειονότητες και, συνολικά, σε κάθε εργαζόμενο και εργαζόμενη.
Τέλος, η αξιολόγηση ενός φόνου ή εγκλήματος δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στο αποτέλεσμα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δύο βασικά κριτήρια: ο σκοπός, η αιτία και η αφορμή της πράξης, καθώς και ποιος την διέπραξε. Για παράδειγμα, πόσο σίγουροι είμαστε ότι η εκτέλεση του ακροδεξιού καθάρματος Τσάρλι Κερκ δεν αντιστοιχεί με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ της εποχής μας;
Ειρηναίος Μαράκης
12-9-2025
Φωτ. REUTERS/ Cheney Orr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου