Ανάμεσα στην αλληλεγγύη και τον φανατισμό
Ανάμεσα στην αλληλεγγύη και τον φανατισμό
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Η χειραγώγηση των συναισθημάτων, των αντιλήψεων, ακόμη και των αισθητικών μας προτιμήσεων ή αποστροφών, αποτελεί μία από τις πιο διαβρωτικές παθογένειες της εποχής. Στη δημόσια σφαίρα των κοινωνικών δικτύων, αυτή η παθογένεια λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις: η ακύρωση ανθρώπων, δημιουργών και ιδεών, καθώς και η συστηματική υποτίμηση του συνομιλητή που διαφωνεί, έχει πλέον καταστεί κανονικότητα και όχι εξαίρεση.
Η κριτική αποτελεί αναγκαίο και υγιές εργαλείο στον δημόσιο διάλογο – ακόμη και για καλλιτέχνες με τεράστια πορεία, όπως ο Όζι Όζμπορν. Η εποικοδομητική αντιπαράθεση, η αξιολόγηση, ο αναστοχασμός είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτα αλλά και ουσιαστικά για την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική μας συγκρότηση. Αυτό που συχνά όμως παρατηρείται δεν είναι κριτική, αλλά κουτσομπολιό και κακόβουλη επίθεση. Παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο άρθρο του Άρη Χατζηστεφάνου με τίτλο «Όζι Όζμπορν: Έφυγε ένας πιστός φίλος του Ισραήλ», που αναδεικνύει τις σχέσεις του καλλιτέχνη με το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ, όχι όμως με σκοπό να ενημερώσει το κοινό, αλλά για να εγκαινιάσει την καλλιτεχνική ακύρωσή του, με επιθετικό και χυδαίο ύφος. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι τοποθετήσεις που ακολούθησαν στον δημόσιο διάλογο. Δυστυχώς, το άρθρο δεν συμβάλλει στη συζήτηση, δεν φωτίζει και δεν προβληματίζει. Αντίθετα, καταφεύγει σε πρακτικές που παραπέμπουν περισσότερο σε απόπειρα δημόσιας διαπόμπευσης παρά σε ενημερωτικό ή αναλυτικό σχολιασμό.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τον συγκεκριμένο αρθρογράφο. Πρόκειται για μια ευρύτερη τάση: στο όνομα της υπεράσπισης της Παλαιστίνης – ενός απολύτως δίκαιου και αναγκαίου αγώνα – ορισμένοι επιχειρούν να ακυρώσουν κάθε πρόσωπο, καλλιτέχνη ή γεγονός που δεν εντάσσεται στο δικό τους, αυστηρά οριοθετημένο, ιδεολογικό πλαίσιο. Συμπεριφέρονται λες και κατέχουν το μονοπώλιο της ευαισθησίας ή της αλήθειας γύρω από τη γενοκτονία που διαπράττει το κράτος-δολοφόνος του Ισραήλ στη Γάζα. Το οξύμωρο είναι ότι, στην προσπάθειά τους αυτή, υιοθετούν τις ίδιες μεθόδους που καταγγέλλουν: πρακτικές ακύρωσης, απονομιμοποίησης και συλλογικής ενοχοποίησης. Πρακτικές που ανήκουν στο οπλοστάσιο της διεθνούς ακροδεξιάς και θυμίζουν τις κατηγορίες περί «αντισημιτισμού» που εκτοξεύει το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ κατά φιλοπαλαιστίνιων φωνών και αγωνιστών. Με αποτέλεσμα, αντί για ανάλυση να υιοθετείται η επίθεση· αντί για ουσία, η καταγγελία χωρίς κριτήρια· και αντί για ευαισθησία, το δόγμα και η ιδεολογική αγκύλωση.
Είναι σημαντικό να το έχουμε καθαρό: κάθε αναφορά σε έναν καλλιτέχνη και τις σχέσεις του με κράτη ή θεσμούς οφείλει να γίνεται με νηφαλιότητα και σαφή προσανατολισμό — αλλιώς κινδυνεύει να διολισθήσει σε εμπάθεια ή προπαγάνδα. Η αποσιώπηση αυτής της διαφοράς υπονομεύει όχι μόνο την αλήθεια, αλλά και τον ίδιο τον αγώνα υπέρ της Παλαιστίνης, τον οποίο καπηλεύονται όσοι επιλέγουν τη δογματική ακύρωση αντί για τον διαλεκτική, δημοκρατικό διάλογο. Στη βάση αυτή, τίθενται και ορισμένα καίρια ερωτήματα, τα οποία πρέπει να μας απασχολήσουν σοβαρά: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη γνήσια αλληλεγγύη και στον πολιτικό ή αισθητικό φανατισμό που επικαλείται το όνομά της; Πώς διατηρείται η μαχητικότητα των κοινωνικών διεκδικήσεων χωρίς να διολισθαίνουμε σε διχαστικές και ανελεύθερες πρακτικές; Πώς επηρεάζει η αναγνώριση της πολυπλοκότητας ενός ζητήματος την ικανότητά μας να είμαστε πραγματικά αλληλέγγυοι; Πού σταματά η ελευθερία της έκφρασης και πού αρχίζει η συναισθηματική ή ηθική χειραγώγηση; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον αναγκαίο ριζοσπαστισμό και τον εκδικητικό πουριτανισμό;
Τα άρθρα και οι δημόσιες παρεμβάσεις, όταν στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα και ενσυνείδητη θέση, μπορούν να προσφέρουν πολλά – όπως έχει φανεί και από πρόσφατες δημοσιεύσεις που φώτισαν άγνωστες πτυχές και προκάλεσαν γόνιμη αναθεώρηση. Όμως άλλο αυτό, κι άλλο η ακύρωση ενός έργου ή μιας προσωπικότητας στο σύνολό της. Η στάση απέναντι στη γενοκτονία της Γάζας είναι πράγματι καθοριστική – και, ορθά, μεταβάλλει τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Δεν μπορεί όμως να λειτουργεί εργαλειακά. Δεν είναι άλλοθι για έναν επιλεκτικό ηθικισμό, ούτε άδειασμα κάθε πολιτισμικής ή αισθητικής συζήτησης στο χαντάκι της μονοδιάστατης καταγγελίας. Δεν πρέπει να μπαίνει το έργο ενός καλλιτέχνη – και μαζί του το πολιτισμικό μας παρελθόν – κάτω από τον οδοστρωτήρα μιας αντίληψης που δεν χωρά αμφιβολίες, αντιφάσεις ή κριτικές αποχρώσεις. Η κριτική οφείλει να είναι συγκεκριμένη, ηθικά συνεπής και αισθητικά συγκροτημένη. Διαφορετικά, χάνει τη δύναμή της και μετατρέπεται σε φανατισμό.
Η ελευθερία του λόγου, η αναμέτρηση με την τέχνη και η αλληλεγγύη στους καταπιεσμένους δεν είναι ασύμβατες αξίες. Αντίθετα: πρέπει να συνυπάρχουν. Και το ζητούμενο είναι μια πολιτισμική, ηθική και – πάνω απ’ όλα – πολιτική στάση που να μην υποκύπτει ούτε στην ευκολία της ιδεολογικής αποστείρωσης, ούτε στη δημαγωγία της καταγγελίας για την καταγγελία.
Διαβάστε ακόμα:
1. Ο Όζι Όζμπορν και το ροκ ως πράξη αντίστασης, Ατέχνως (23/7/2025)





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου