Η Εκκλησία της Κρήτης, οι πολιτικές παρεμβάσεις για την εκλογή νέου μητροπολίτη και η ταξική τους διάσταση

 


Η Εκκλησία της Κρήτης, οι πολιτικές παρεμβάσεις για την εκλογή νέου μητροπολίτη και η ταξική τους διάσταση

Ο πρόσφατος θάνατος του Μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Δαμασκηνού ανέδειξε με δραματικό τρόπο την ανάγκη για ριζική αναθεώρηση των σχέσεων της εργατικής τάξης, με το κράτος και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Η διαδοχή στη Μητρόπολη Χανίων, μία από τις πιο σημαντικές και ισχυρές θέσεις στο νησί, δεν αφορά μόνο την Εκκλησία ή τους ιεράρχες. Αντίθετα, αφορά την κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία και την ίδια την έννοια της δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, η κατάργηση του μεταθετού στην τοπική εκκλησία που σήμαινε ότι οι μητροπολίτες μπορούσαν να μετακινούνται από έδρα σε έδρα, δεν ήταν μια απλή διοικητική απόφαση αλλά μια ωμή παρέμβαση που αποδεικνύει πώς η διοικητική αυτοτέλεια της Κρητικής Εκκλησίας βρίσκεται υπό συνεχή έλεγχο και πίεση, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η ιστορική διάσταση της ημιαυτονομίας είναι καθοριστική για να κατανοήσουμε το σήμερα. Μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, η Εκκλησία της Κρήτης δεν εντάχθηκε στην Ελλαδική Εκκλησία. Το καθεστώς που της παραχωρήθηκε ήταν ημιαυτόνομο, με τη δυνατότητα να εκλέγει τους μητροπολίτες της και να διαχειρίζεται τα εσωτερικά της θέματα αλλά με επικύρωση από το Φανάρι. Αυτό το καθεστώς δεν ήταν απλά αποτέλεσμα θεσμικής παραχώρησης ή θρησκευτικής παράδοσης αλλά αποτέλεσμα της ιστορικής και πολιτικής συγκυρίας. Περίπου ογδόντα χρόνια νωρίτερα από την Ένωση στα χρόνια της Αντιβασιλείας (το διοικητικό όργανο που διοικούσε την Ελλάδα στο όνομα του ανήλικου βασιλέα Όθωνα από την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1833, μέχρι την ενηλικίωσή του, τον Ιούνιο του 1835), οι Βαυαροί και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος επιδίωξαν τον έλεγχο της Εκκλησίας ώστε να την εντάξουν στον εθνικό σχεδιασμό της οντότητας που είχε προκύψει από την Επανάσταση του 1821. Συγκεκριμένα, το 1833 η Αντιβασιλεία του Όθωνα του Α΄ διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας ακολουθώντας τη γραμμή του λόγιου κληρικού Θεόκλητου Φαρμακίδη. Ο Οικουμενικός Θρόνος αρνήθηκε να αποδεχτεί αυτή την κίνηση απόσχισης κανονικών του εδαφών και μόνο το 1850 εξέδωσε Τόμο Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διέκοψε την κανονική κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς ωστόσο να την κηρύξει σχισματική.

Η ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας υπήρξε αναγκαία ώστε η Εκκλησία να απαλλαγεί διοικητικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και γιατί έπρεπε να συμβάλει στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και στην προώθηση της εθνικής κυριαρχίας, συνδέοντας τη θρησκευτική πίστη με την πολιτική εξουσία. Στην Κρήτη και στις λεγόμενες Νέες Χώρες δεν συνέβη αυτό. Η κατάσταση της Εκκλησίας Κρήτης ρυθμίστηκε με τον καταστατικό Νόμο 276 / 1900 της Κρητικής Πολιτείας. Παγιώθηκε έτσι μία κατάσταση, που ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις ως σήμερα, σύμφωνα με τον καταστατικό νόμο 4149 / 1961. Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας. Σήμερα, η ιστορική αυτή κληρονομιά συγκρούεται με τα σύγχρονα συμφέροντα. Από τη μία η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με το Φανάρι, παρεμβαίνει σε εκκλησιαστικές διαδικασίες που αφορούν τους τοπικούς μητροπολίτες. Παράλληλα, η επιμονή της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου για τη μετάθεση του Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Αμφιλόχιου στη χηρεύουσα θέση των Χανίων είναι αποκαλυπτική του «σχίσματος», το οποίο θα ενταθεί εάν εφαρμοστούν οι αλλαγές στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης που προωθεί το Πατριαρχείο. Με λίγα λόγια, το ζήτημα δεν αφορά απλά την προστασία της ημιαυτονομίας αλλά τον έλεγχο σε μια στρατηγικής σημασίας θρησκευτική έδρα, με άμεση πρόσβαση σε τεράστια περιουσία, οικονομικές ροές και πολιτική επιρροή.

Η διαχείριση των εκκλησιαστικών πόρων στην Κρήτη αποκαλύπτει ξεκάθαρα την ταξική διάσταση της Εκκλησίας ως πολιτικού και κοινωνικού θεσμού. Μοναστήρια και Μητροπόλεις λειτουργούν σαν «τσιφλίκια», με ελαιώνες, βοσκοτόπια, παραθαλάσσια φιλέτα ακόμη και τουριστικές επιχειρήσεις και έργα ΑΠΕ. Τα μοναστήρια αξιοποιούνται οικονομικά, συνδέονται με τον επιχειρηματικό κόσμο ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι ίδιοι οι ιεράρχες εμπλέκονται σε μπίζνες που ανταγωνίζονται ανοιχτά το ιδιωτικό κεφάλαιο. Η οικονομική αυτή δύναμη μετατρέπεται ευθέως σε πολιτική και κοινωνική επιρροή, επιβάλλοντας όρους σε ολόκληρες περιοχές. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η Μονή Γουβερνέτου, η οποία στο πρόσφατο παρελθόν επιχείρησε να αποκλείσει την πρόσβαση στο φαράγγι του Αυλακίου, που καταλήγει στην ομώνυμη παραλία, διεκδικώντας να μετατρέψει σε «άβατο» μια τεράστια έκταση περίπου 10.000 στρεμμάτων στο Ακρωτήρι Χανίων. Ακόμα πιο αποκαλυπτικές, είναι οι πρόσφατες υποθέσεις που φέρνουν στο φως την εμπλοκή μαφιόζικων κυκλωμάτων σε απόπειρες υφαρπαγής μοναστηριακής γης, όπως τα 175 στρέμματα της Μονής Αγίας Τριάδας Τζαγκαρόλων, και την πώλησή τους σε εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων. Όλα αυτά φανερώνουν όχι μόνο την τεράστια οικονομική σημασία των περιουσιών αυτών, αλλά και το σκοτεινό πλέγμα συμφερόντων που τις περιβάλλει.

Η τοπική κοινωνία, όπως πάντα, μένει στο σκοτάδι. Οι πολίτες, είτε θρησκευόμενοι είτε όχι, αποκλείονται από τις διαδικασίες ενώ οι αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλα τα άλλα πεδία όπου η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί να περιορίσει τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα με απαγόρευση πορειών, καταστολή διαδηλώσεων και απεργιών, την ιδιωτικοποίηση υγείας και παιδείας και επίθεση στην ελευθεροτυπία. Πρόκειται για τον ίδιο αυταρχικό κατήφορο που εφαρμόζεται παντού, από την οικονομία μέχρι την εκπαίδευση, από την αστυνόμευση μέχρι τον έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Από την πλευρά του, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που ιστορικά υπήρξε σημείο αναφοράς για την αυτονομία της Κρητικής Εκκλησίας, σήμερα συμπράττει με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, αν δεν τις προκαλεί, επιδιώκοντας τη διατήρηση μιας ιεραρχικής και οικονομικής ισχύος. Η τοπική Εκκλησία, από την άλλη, υπερασπίζεται τα δικά της προνόμια, με την επίμονη της να μεταθέσει τον μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου Αμφιλόχιο στα Χανιά χωρίς να υπολογίζει τις επιθυμίες του κισσαμίτικου λαού. Αλλά και χωρίς να εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν σε μια τέτοια επιλογή. Αν, και για να είμαστε δίκαιοι σε όλα, ο ίδιος ο Αμφιλόχιος έχει δηλώσει ότι δεν είναι αυτή η επιθυμία του. Και κάπου εκεί η κυβέρνηση παρενέβη με νόμο κατά των μεταθέσεων, προκαλώντας τη σχετική ρήξη.

Η πρόχειρη ιστορική αναδρομή, στην οποία προχωρήσαμε παραπάνω και που αναγκαστικά παραλείπει πολλά, αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία πάντα ξεπερνούσε τη θρησκευτική καθοδήγηση. Από την εποχή των Βαυαρών, που προσπάθησαν να εντάξουν την Εκκλησία στον εθνικό σχεδιασμό του νέου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, η θρησκεία χρησιμοποιείται για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία και να ελέγξει την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Οι πολίτες μένουν αποκομμένοι, ενώ οι λίγοι αποφασίζουν για όλους, συνδυάζοντας θρησκευτική και οικονομική ισχύ. Η Εκκλησία της Κρήτης αποτελεί ζωντανό παράδειγμα του πώς οι θρησκευτικοί θεσμοί μπορούν να λειτουργούν ως ιδιοκτησία και ως οικονομικό ή πολιτικό εργαλείο. Τα μοναστήρια και οι μητροπόλεις έχουν μετατραπεί σε επιχειρηματικά κέντρα που εκμεταλλεύονται τη γη, τις φυσικές πηγές και τον τουρισμό, αδιαφορώντας για τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας, των ανέργων και των φτωχών, εκτός από μερικές εξαιρέσεις που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η επένδυση σε έργα ΑΠΕ, τα τουριστικά καταλύματα και οι εκτάσεις υψηλής αξίας δημιουργούν πλούτο που συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, μετατρέποντας τους ιεράρχες σε παράγοντες οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Αυτή η συγκέντρωση πλούτου εξηγεί την εμμονή για μεταθέσεις, επιρροή στις αποφάσεις και ενεργή ανάμιξη στην πολιτική ζωή του νησιού.

Η αριστερή, προοδευτική πρόταση είναι σαφής και αναγκαία: πλήρης διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, πλήρης ανεξιθρησκεία και κατάργηση κάθε ταξικού, θρησκευτικού ή έμφυλου διαχωρισμού. Η Εκκλησία δεν πρέπει να είναι εργαλείο ιδιωτικού κεφαλαίου, ούτε μέσο κοινωνικού ελέγχου, αλλά κοινότητα με διαφάνεια, κοινωνικό έλεγχο και αξιοποίηση της περιουσίας της προς όφελος της κοινωνίας. Απαιτείται απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας και παραχώρηση για κοινωφελή χρήση σε εργάτες γης, ανέργους και μετανάστες. Κατάργηση της κρατικής μισθοδοσίας των ιερέων και δεσποτάδων, πληρωμή τους από την εκκλησία και τους πιστούς, κατάργηση επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων και προκλητικών φοροαπαλλαγών, κατάργηση θρησκευτικού όρκου σε δικαστήρια και πολιτικά όργανα. Ταυτόχρονα, πλήρης κατοχύρωση ελεύθερης συμβίωσης, πολιτικού γάμου, πολιτικής κηδείας, καύσης νεκρών, πολιτικής ονοματοδοσίας παιδιών, με τις θρησκευτικές τελετές να είναι εθελοντικές επιλογές χωρίς νομική επιρροή. Στην παιδεία, κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, κατηχητικών και κάθε μορφής προσηλυτισμού.

Η Νέα Δημοκρατία, το Πατριαρχείο και η τοπική Εκκλησία έχουν καθολική ευθύνη για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες δεν πρέπει να παραμένουν παθητικοί θεατές· οφείλουν να καταγγείλουν, να αγωνιστούν και να απαιτήσουν διαφάνεια, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, να αποδοθεί η εκκλησιαστική περιουσία στο δημόσιο συμφέρον υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, και να σταματήσουν οι παρεμβάσεις στην επιλογή μητροπολιτών και στη διαχείριση πλούτου και επιρροής. Η μάχη για την εκλογή στη μητρόπολη είναι μόνο η αφορμή· το ζήτημα αφορά όλη τη χώρα, τη σχέση των πολιτών με την εξουσία, την περιουσία και την πίστη. Οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, η σύγκρουση του Πατριαρχείου και της τοπικής Εκκλησίας αποκαλύπτουν ένα μοτίβο συγκέντρωσης ισχύος.

Η ιστορία διδάσκει αλλά δεν αρκεί να γνωρίζουμε το παρελθόν. Οι Βαυαροί και η Αντιβασιλεία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον έλεγχο της Εκκλησίας και την ταύτιση θρησκευτικής πίστης με εθνική κυριαρχία. Σήμερα, οι στρατηγικές αυτές συνεχίζονται με διαφορετικά μέσα· κυβέρνηση και ιεραρχία αναπαράγουν και ενισχύουν τις παλιές σχέσεις εξουσίας, προστατεύοντας συμφέροντα, περιουσίες και οικονομικές μπίζνες ενώ η κοινωνία πληρώνει το τίμημα της αποξένωσης και της έλλειψης συμμετοχής.

Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε τελετουργική ούτε περιορισμένη σε νομικά ή διοικητικά τεχνάσματα. Η προοδευτική, ριζοσπαστική πρόταση είναι ξεκάθαρη. Ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας, η πλήρης ανεξιθρησκεία και η δημοκρατική διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι τα πρώτα βήματα σε ένα ευρύτερο σχέδιο κοινωνικής ανατροπής. Η κοινωνία δεν μπορεί να παραμένει παθητική· η εμπλοκή κάθε εργαζόμενου/ης, η δημόσια καταγγελία αυθαιρεσιών και η ενεργός συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων μπορούν να ανατρέψουν τη συσσώρευση εξουσίας και πλούτου. Είναι η ώρα να τελειώνουμε με τους μηχανισμούς που ενισχύουν την Εκκλησία ως εργαλείο οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και να ανοίξουμε έναν δρόμο πραγματικής κοινωνικής και πολιτικής ισότητας.

Ειρηναίος Μαράκης

31/8/2025 - 2/9/2025

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις