Η γυναικοκτονία ως θέαμα και η προσβολή της μνήμης των θυμάτων

 

Η γυναικοκτονία ως θέαμα και η προσβολή της μνήμης των θυμάτων

Το πρόσφατο βίντεο που επιχειρεί να «αναστήσει» τα θύματα μιας σειράς γυναικοκτονιών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα με τίτλο “Σήμερα είμαι εκείνη” και με τις μορφές των Ελένης Τοπαλούδη, Κυριακής Γρίβα, Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου, Σοφίας Σαββίδου, Πολυξένης Μπέρδου, Ερατούς Μανωλακέλλη, Ντόρας Ζαχαριά, παρουσιάστηκε ως μια πρωτοβουλία και ως μια συγκινητική υπενθύμιση του τι σημαίνει να χάνεται μια γυναίκα από τη δολοφονική έμφυλη βία. Στην πραγματικότητα, η πρωτοβουλία του Οργανισμού “Γίνε Άνθρωπος”, με τη συναίνεση των οικογενειών τους που αποτελούν ιδρυτικά και επίτιμα μελή του, αποτελεί ένα βαθιά προσβλητικό και αισχρό θέαμα, ένα κατασκεύασμα που εργαλειοποιεί τον θάνατο των συγκεκριμένων γυναικών και μετατρέπει τον ανυπόφορο πόνο των οικογενειών τους σε οπτικό θέλγητρο για μαζική κατανάλωση. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται απλώς στην αισθητική ή στον τρόπο παραγωγής αλλά στη λογική που κρύβεται πίσω από τέτοιες πρακτικές. Φτάνουμε στο σημείο λοιπόν όπου η παραπάνω λογική αντιμετωπίζει τη βία ως θέαμα και τον αγώνα για δικαιοσύνη ως υλικό που μπορεί να συσκευαστεί, να διαφημιστεί και να διοχετευθεί στο κοινό με τρόπο που τελικά απονευρώνει την οργή και ακυρώνει το πολιτικό αίτημα.

Στην πραγματικότητα, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης για να «μιλήσουν» οι δολοφονημένες δεν συγκλονίζει. Αντίθετα, εξευτελίζει και διαγράφει με μια κίνηση την αξιοπρέπεια που τους οφείλουμε και υποκαθιστά τη φωνή τους με ένα ψηφιακό κατασκεύασμα που αναπαράγει την πιο τοξική πλευρά της δημόσιας σφαίρας. Έτσι, το μήνυμα που περνά δεν είναι κάλεσμα σε δράση αλλά αποδοχή της παθητικής κατανάλωσης της τραγωδίας. Ας είμαστε ειλικρινείς, σε μια κοινωνία όπου οι γυναικοκτονίες αντιμετωπίζονται συχνά με αδιαφορία είτε με φθηνή συναισθηματολογία και με θεσμούς που αποτυγχάνουν, γιατί απλά δεν θέλουν, να προστατεύσουν τις γυναίκες στην πράξη, η αναπαράσταση αυτή λειτουργεί ως άλλοθι. Στην ουσία, αντί να αναδεικνύει τις βαθύτερες αιτίες της έμφυλης βίας, τις αφαιρεί από το κάδρο και αντί να διεκδικεί ριζικές αλλαγές ενάντια στη γυναικεία καταπίεση, την κάνει τηλεοπτικό και διαδικτυακό θέαμα. Άλλωστε, η αισθητική και ο τρόπος παρουσίασης του βίντεο δεν είναι τυχαία καθώς αποτυπώνουν μια λογική που συχνά επιλέγει τη δραματοποίηση και τον εντυπωσιασμό αντί για την ουσιαστική ανάδειξη των αιτιών της έμφυλης βίας. Μια λογική που, αντί να υπηρετεί το πολιτικό αίτημα και τον αγώνα για δικαιοσύνη, καταλήγει να αναπαράγει το ίδιο θέαμα που υποτίθεται πως θέλει να καταγγείλει.

Αξίζει να παρατηρήσουμε ακόμη πως το γεγονός ότι οι συγγενείς έδωσαν την έγκρισή τους δεν λειτουργεί ως δικαιολογία ή νομιμοποίηση της συγκεκριμένης δράσης. Αντίθετα, αποτελεί μέρος της ίδιας της τραγωδίας και αναδεικνύει τη δομική εγκατάλειψη στην οποία βρίσκονται όσοι έχασαν τα παιδιά τους. Όταν οι οικογένειες μένουν μόνες στον αγώνα τους να ακουστεί η ιστορία της κόρης τους, όταν βρίσκονται αντιμέτωπες με μια Πολιτεία που δεν τους στηρίζει και όταν η συζήτηση για την έμφυλη βία στα ανώτερα κλιμάκια παραμένει περιθωριακή, είναι λογικό ο πόνος να γίνεται ευάλωτος σε χειρισμούς που παρουσιάζονται ως φόρος τιμής και πρόθεση για αγώνα, ενώ στην πραγματικότητα δεν τιμούν τίποτα. Η συναίνεση που δίνεται μέσα σε τέτοιες συνθήκες δεν αποτελεί απαραίτητα μια ελεύθερη επιλογή αλλά είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνικής πίεσης που εξακολουθεί να αφήνει τους ανθρώπους μόνους απέναντι στην απώλεια και στη δημόσια έκθεσή της.

Είναι σκληρό αλλά και τόσο αληθινό. Το βίντεο μετατρέπει τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν σε εικόνες για εύκολη κατανάλωση, εφόσον δεν εξηγεί τον σεξισμό και τις προκαταλήψεις που οδήγησαν στον θάνατό τους. Δεν φωτίζει τη θεσμική ανεπάρκεια, την αστυνομική αδιαφορία, την απροθυμία της κυβέρνησης να θεσπίσει ουσιαστικές πολιτικές πρόληψης και προστασίας, τις ελλείψεις των κοινωνικών δομών, την καθημερινή κανονικοποίηση της βίας μέσα στην οικογένεια και στην εργασία. Δεν αναδεικνύει ότι η γυναικοκτονία δεν είναι εξαίρεση αλλά συστημικό αποτέλεσμα μιας κοινωνικής οργάνωσης που βλέπει τις γυναίκες ως αναλώσιμες. Η κοινωνία, και επιμένω σε αυτό, δεν χρειάζεται ψηφιακές αναστατώσεις για να καταλάβει τι σημαίνει να χάνεται μια γυναίκα από την έμφυλη βία. Χρειάζεται δράση και οργάνωση που θα επιβάλλουν θεσμικές αλλαγές και θα οδηγήσουν, μέσα από τη συλλογική διεκδίκηση και πάλη, στην ανατροπή του εκμεταλλευτικού συστήματος που παράγει τον σεξισμό, τον ρατσισμό και την τρανσφοβία. Χρειάζεται ένα μαζικό κίνημα, με τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή, που θα διεκδικήσει πραγματική δικαιοσύνη για τα θύματα και προστασία για τις ζωντανές, ένα κίνημα που θα απαιτεί ισότητα όχι ως διακοσμητική αρχή αλλά ως καθημερινό δικαίωμα. Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε την έμφυλη βία όχι ως θέαμα αλλά ως μια πολιτική και πολιτιστική μάχη, μια μάχη για τη δημοκρατία, που αφορά όλη την κοινωνία και τα θεμέλια της ζωής μας.

Συνοπτικά, οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν δεν χρειάζονται ψηφιακές προσωποποιήσεις του θανάτου τους. Χρειάζονται μια κοινωνία που δεν θα συνηθίζει την έμφυλη βία, μια κοινωνία που θα απαιτεί δικαιοσύνη, αλήθεια και αλλαγή. Χρειάζονται ένα κίνημα που θα σταθεί απέναντι στον σεξισμό και στη γυναικεία καταπίεση με αποφασιστικότητα, που θα παλέψει για να μην προστεθεί ποτέ ξανά άλλο όνομα σε αυτή τη ματωμένη λίστα. Η μνήμη τους δεν τιμάται με ψηφιακά είδωλα αλλά με συλλογική πάλη, πολιτική σύγκρουση και ανυποχώρητη διεκδίκηση ζωής και αξιοπρέπειας για όλες.

Ειρηναίος Μαράκης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις