Η βεντέτα και το οργανωμένο έγκλημα στην Κρήτη
Η βεντέτα και το οργανωμένο έγκλημα στην Κρήτη
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Η Κρήτη, τόπος ηρώων και αντιφασιστών, γη που γέννησε το ανυπότακτο πνεύμα της Αντίστασης και της λευτεριάς, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα παράδοξο. Ενώ παραμένει περήφανη για την ιστορική της ταυτότητα, για τη λαϊκή της παράδοση και το αγωνιστικό της φρόνημα κουβαλά μαζί της μια άλλη, σκοτεινή κληρονομιά: τη βεντέτα. Ένα φαινόμενο που στο παρελθόν συνδέθηκε με την έλλειψη κρατικής δικαιοσύνης, με τον αγώνα για επιβίωση και με τις δομές της αγροτικής κοινωνίας, αλλά που στη σύγχρονη εποχή έχει μετατραπεί σε καθαρή έκφραση οργανωμένης βίας και εγκλήματος. Η βεντέτα, άλλοτε κοινωνικό απομεινάρι εποχών ανελευθερίας, σήμερα λειτουργεί ως δικαιολογία για τοπικά κυκλώματα που ελέγχουν τις αγορές του τουρισμού και της στέγασης, την κτηνοτροφία, τη γη, ακόμα και την πολιτική. Έτσι λοιπόν, η Κρήτη έχει μετατραπεί σ’ ένα τόπο όπου το παραδοσιακό έγκλημα συναντά το σύγχρονο οργανωμένο συμφέρον.
Η ιστορική ρίζα της βεντέτας βρίσκεται βαθιά στην ορεινή κοινωνία των περασμένων αιώνων, όταν οι Κρητικοί, χωρίς σταθερή κρατική εξουσία, αναγκάζονταν να απονέμουν μόνοι τους δικαιοσύνη. Οι επαναστάσεις, οι οθωμανικές διώξεις, η έλλειψη θεσμών και η αγροτική αυτάρκεια δημιούργησαν ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων βασισμένο στο αίμα, στην οικογένεια, στην τιμή. Ο φόνος μπορούσε να θεωρηθεί «ισοδύναμο δίκαιο» και η εκδίκηση, μια μορφή δικαιοσύνης. Όμως αυτό το σχήμα, που εν μέρει είχε τότε κοινωνική λειτουργία, σήμερα αποτελεί έναν επικίνδυνο παραλογισμό: είναι απομεινάρι μιας εποχής όπου το κράτος απουσίαζε. Το τραγικό είναι πως ορισμένα τμήματα της τοπικής κοινωνίας εξακολουθούν να βλέπουν τη βεντέτα όχι ως έγκλημα αλλά ως συνέχεια της παράδοσης. Εδώ βρίσκεται και η ευθύνη μας ως κοινωνία: να αναγνωρίσουμε ότι το παλιό έθιμο έχει μετατραπεί σε μια σύγχρονη παθογένεια, επικίνδυνη, οργανωμένη και κοινωνικά ολέθρια.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις πιο γνωστές περιπτώσεις βεντέτας συνδέονται με οικονομικές διαφορές, διαμάχες για βοσκοτόπια, για ιδιοκτησίες και για «προσβολές» τιμής που αφορούν συχνά την ανδρική υπεροψία. Το ζήτημα δεν είναι μόνο κοινωνικό ή ψυχολογικό, είναι κυρίως ταξικό. Σε μια κοινωνία όπου η φτώχεια, η ανισότητα και η απουσία κρατικής μέριμνας συνυπάρχουν, το όπλο γίνεται προέκταση της δύναμης και εξουσίας. Η οπλοκατοχή, που στην Κρήτη έχει εξιδανικευτεί, δεν είναι απλώς μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα, αλλά ένα πολιτικό σύμπτωμα. Το να κρατά κανείς όπλο θεωρείται δείγμα ανδρισμού, «παραδοσιακό» και «κομμάτι της ταυτότητάς μας». Όμως πίσω από αυτή τη φαινομενικά αθώα φράση κρύβεται μια ολόκληρη κουλτούρα βίας και σιωπής, που βαφτίζει τον φόβο και τον φατριασμό «παράδοση» και αποκλείει κάθε φωνή που μιλά για δικαιοσύνη, παιδεία και ισότητα. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να τονίσουμε ότι η οπλοκατοχή αποτελεί μια «χρόνια και ίσως αθεράπευτη πληγή του ειρηνικού μας βίου», όπως αναφέρει ο Ι.Μ. Γαλανάκης στο βιβλίο του «Μνημοσύνες, Ιστορικά – κοινωνικά – λαογραφικά κείμενα» (ιδιωτική έκδοση), που αναπτύχθηκε ως φαινόμενο λόγω της ιδιαίτερης θέσης του νησιού ως σημείου ενδιαφέροντος για πάσης φύσεως κατακτητές όπου «κατέστησαν αυτά (αναφέρεται στα πολεμικά περιστατικά) για την προάσπιση της ζωής και των αγαθών των κατοίκων, βίωμα απαραίτητο την οπλοχρησία και γενικότερα, την άσκηση με όπλα. […] Και γιατί όχι; αφού αυτά συνιστούσαν το μοναδικό σωσίβιο της ανεξαρτησίας του τόπου!» Αργότερα, στα νεότερα χρόνια, και χωρίς να συντρέχουν αντίστοιχοι λόγοι, η παραπάνω – για τότε – αναγκαιότητα μετατράπηκε σε ένα ρομαντικοποιημένο αφήγημα που, με το πρόσχημα της υπεράσπισης του νησιού από τον εξ Ανατολών κίνδυνο, αποκρύπτει την ντροπιαστική πραγματικότητα: κάθε χρόνο, δεκάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από «τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις», από μεθυσμένους ντάηδες σε γλέντια κι από ψευτοκαβγάδες που μετατρέπονται σε τραγωδίες. Πρέπει πια να το πούμε με το όνομά του: η οπλοκατοχή δεν αποτελεί σύμβολο περηφάνειας. Αντίθετα, είναι δείκτης κοινωνικής ανωριμότητας και στοχευμένης, κρατικής ανεπάρκειας. Με αποτέλεσμα μια κοινωνία που συνηθίζει στο όπλο και στο έγκλημα και που παράλληλα συνηθίζει τόσο στην ιδέα ότι η βία μπορεί να έχει θέση στη ζωή, όσο και ότι δεν έχουν όλες οι ζωές την ίδια αξία. Περιττό και να το πούμε, αλλά όσοι κόπτονται για την τιμή της Κρήτης, του έθνους και της παράδοσης είναι οι ίδιοι που μισούν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που βρίσκουν καταφύγιο στις ακτές της Κρήτης, και όχι μόνο, από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τις καταστροφές.
Την ίδια στιγμή, τα ΜΜΕ και η τηλεόραση έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στη ρομαντικοποίηση της βεντέτας. Από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, τηλεοπτικές σειρές βασισμένες σε λογοτεχνικά μυθιστορήματα ή σε «πραγματικά γεγονότα» έχουν ντύσει τον κύκλο του αίματος με τον μανδύα της ρομαντικής τραγωδίας, ενώ παράλληλα αναπαράγουν ένα σωρό στερεότυπα. Οι ήρωες των σειρών είναι τα «παλικάρια», οι γυναίκες «θύματα της μοίρας», και το κράτος παρουσιάζεται ως «άψυχο και άδικο». Η εικόνα του ένοπλου Κρητικού με τη μαύρη μαντίλα και το παγωμένο βλέμμα προσφέρει τηλεθέαση, διαφήμιση και – κατ’ επέκταση – χρήματα, όχι όμως μια ρεαλιστική απεικόνιση της σύγχρονης Κρήτης. Και, προσωπικά, δεν θα είχα μια τέτοια απαίτηση από ένα προϊόν της μαζικής κουλτούρας – γιατί τέχνη δεν είναι – αλλά εδώ μιλάμε για θέματα με άμεσο αντίκρισμα στη σημερινή κοινωνία, όχι σε κάποιο φανταστικό παρελθόν. Έτσι, το φαινόμενο μετατρέπεται σε θέαμα και η κοινωνία, σιγά σιγά, εξοικειώνεται με τη βία όχι ως πρόβλημα, αλλά ως ένα υποτιθέμενο πολιτισμικό στοιχείο, απαραίτητο δήθεν για τη «διαπαιδαγώγησή» της. Η ευθύνη των τοπικών και εθνικών ΜΜΕ είναι μεγάλη. Όταν ένας φόνος αποκαλείται στη δημοσιογραφική γλώσσα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ή «παλιά βεντέτα», ο δημοσιογράφος, ίσως άθελά του, νομιμοποιεί το έγκλημα. Άλλωστε, το ξέρουμε καλά πια: η γλώσσα είναι μια πολιτική πράξη, και ο τρόπος που μιλάμε για τη βία καθορίζει τον τρόπο που τη σκεφτόμαστε. Ο δημοσιογράφος που επιλέγει ή δέχεται την οδηγία να περιγράψει τον δολοφόνο ως «άντρα της τιμής» και όχι ως εγκληματία, παίρνει θέση. Ομοίως, η τηλεόραση που προβάλλει το «παραδοσιακό αντριλίκι» μέσα από εικόνες όπλων και μαντινάδων, συμβάλλει στη διαιώνιση ενός νοσηρού φαντασιακού. Η Κρήτη, όμως, δεν είναι μόνο μαντινάδες και μαύρα ρούχα για τα όπλα και την τιμή. Είναι και αγρότες, εργάτες, δάσκαλοι και άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν ειρηνικά, μακριά από το αίμα και τη βία. Αυτοί, ωστόσο, σπάνια προβάλλονται ή, όταν προβάλλονται, το κάνουν μόνο ως παραφωνία μέσα σε ένα στερεοτυπικό αφήγημα που θέλει το νησί ως ένα τόπο αγράμματων, απολίτιστων και βαρβάρων.
Το οργανωμένο έγκλημα στην Κρήτη αποτελεί πλέον ένα υπαρκτό και διαρθρωμένο φαινόμενο, που παραμένει σοβαρό πρόβλημα παρά τις μεγάλες, κυρίως για την εντύπωση και όχι για την ουσία, αστυνομικές επιχειρήσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη τραγωδία στα Βορίζια, όπου η αστυνομία κλήθηκε να παρέμβει μόλις μία μέρα πριν από το έγκλημα, αλλά δεν το έκανε. Δεν πρόκειται απλώς για οικογενειακές βεντέτες αλλά για δίκτυα που ελέγχουν ολόκληρες περιοχές, με πρόσβαση σε πολιτική προστασία και δραστηριότητες όπως διακίνηση όπλων, ναρκωτικών και «μαύρου» χρήματος. Σε ολόκληρη την Κρήτη, δεκάδες καταγεγραμμένες υποθέσεις δείχνουν ότι τα οργανωμένα κυκλώματα, χρησιμοποιούν τις σχέσεις «τιμής» για να θεμελιώσουν συμμαχίες τοπικού και κοινωνικού ελέγχου. Κι όμως, οι διώξεις παραμένουν ελάχιστες. Το κράτος εμφανίζεται αυστηρό μόνο όταν πρόκειται για καταλήψεις, φοιτητές, συνδικαλιστές ή διαδηλωτές, όχι όμως για τα κυκλώματα της πόλης και της υπαίθρου. Η αστυνομία δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο όταν εισβάλλει σε πανεπιστήμια ή χτυπά με δακρυγόνα εργαζόμενους της Υγείας και της Παιδείας, ακόμα και παιδιά, αλλά αποδεικνύεται «τυφλή» απέναντι στην πραγματική παρανομία. Προφανώς, αυτό δεν είναι τυχαίο. Αντίθετα, αποτελεί κυρίαρχη πολιτική επιλογή του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους, που ενισχύεται σε περιόδους καπιταλιστικής και πολιτικής κρίσης, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει οικοδομήσει ένα δόγμα «νόμου και τάξης» που δεν αφορά την καταπολέμηση του εγκλήματος, αλλά την κοινωνική αντίσταση και τις εργατικές, απεργιακές κινητοποιήσεις. Την ίδια στιγμή, σκάνδαλα όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ, με πανελλαδική εμβέλεια και σημαντικές προεκτάσεις στην Κρήτη, αποκαλύπτουν τη διαφθορά των κρατικών μηχανισμών και των τοπικών παραγόντων που νέμονται τις αγροτικές επιδοτήσεις της ΕΕ. Παράλληλα, η εξουσία επιτίθεται με αγριότητα σε όσους αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αγρότης που διεκδικεί αξιοπρεπή τιμή στο λάδι αντιμετωπίζεται σαν ταραχοποιός, ο φοιτητής που αντιδρά στην αστυνομική βία χαρακτηρίζεται βολεμένος και τρομοκράτης, ο πολίτης που καταγγέλλει τη διαφθορά κινδυνεύει να βρεθεί στο εδώλιο και τέλος, οι πρόσφυγες και μετανάστες εμφανίζονται ως εχθροί του έθνους, στρατός κατοχής και βιαστές, που στόχο έχουν να «αλλοιώσουν τον πολιτισμό» μας δηλαδή τον πολιτισμό της ταξικής καταπίεσης, του ρατσισμού και του σεξισμού, που συμμετέχει στις γενοκτονίες ολόκληρων λαών (όπως στην Παλαιστίνη) με τις ευλογίες της κυβέρνησης και της ελληνικής αστικής τάξης. Είναι ακριβώς το ίδιο σύστημα που επιτρέπει να ανθεί το οργανωμένο έγκλημα και που κυνηγά την κοινωνία όταν διεκδικεί το δίκιο της. Και αυτή είναι η πιο σκοτεινή όψη του ζητήματος: η πολιτική κάλυψη και η ανοχή, που διασφαλίζουν τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο, αλλά και την εκλογική επιρροή. Με λίγα λόγια, η ανοχή που προσφέρει το πολιτικό σύστημα σε όλα αυτά συνιστά συγκάλυψη. Παράλληλα, ο μύθος του «παλικαριού» που παίρνει το αίμα του πίσω ή ο μύθος του «ανθρώπου που δεν καταδέχεται την αστυνομία» αποδεικνύεται αυτό που είναι στην πραγματικότητα: μια μορφή κοινωνικής αυταπάτης. Ας είμαστε ειλικρινείς, έστω και για μία φορά: δεν υπάρχει τιμή στο αίμα. Υπάρχει μόνο πόνος, φόβος, θάνατος και απώλεια. Και δεν υπάρχει ανεξαρτησία εκεί όπου βασιλεύουν τα όπλα και η μαφία. Υπάρχει μόνο εξάρτηση και τρομοκρατία. Η πραγματική τιμή της Κρήτης βρίσκεται στους ανθρώπους που παλεύουν για δημοκρατία, ισότητα και ειρήνη, όχι σε όσους παρουσιάζουν τη βία ως κάποιο υψηλό ιδανικό.
Είναι ένα σταθερό δεδομένο ότι το οργανωμένο έγκλημα στην Κρήτη δεν είναι εισαγόμενο προϊόν. Αντίθετα, αποτελεί ένα τοπικό φαινόμενο, ενταγμένο στην οικονομία και την πολιτική της περιοχής. Οι διασυνδέσεις του με την τοπική αυτοδιοίκηση – για παράδειγμα, οι φιλικές επικοινωνίες του φερόμενου ως αρχηγού της «χανιώτικης μαφίας» με τον Δήμαρχο Χανίων και τον διοικητή του νοσοκομείου Χανίων – με τις αγροτικές επιδοτήσεις, την οικοδομή και τον τουρισμό είναι γνωστές, αλλά σπάνια ερευνώνται. Οι σχέσεις των παραγόντων με πολιτικά κόμματα και οικονομικά συμφέροντα παραμένουν μυστικές. Κι όμως, καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ως δομικό: προτιμά να το θεωρεί «ιδιαιτερότητα», κάτι που «δεν αγγίζουμε». Αυτό αποκαλύπτει την πολιτική υποκρισία: το κράτος που αγωνίζεται να καταστείλει – χωρίς επιτυχία – τις κοινωνικές αντιστάσεις, που προωθεί τη ρατσιστική και φασιστική βία, που δολοφονεί ανθρώπους στα Τέμπη και την Πύλο, είναι το ίδιο που συγκαλύπτει το έγκλημα όταν αυτό συνδέεται με την εξουσία. Πέρα από ένα τοπικό φαινόμενο, το έγκλημα στην Κρήτη και γενικότερα στην Ελλάδα, εντάσσεται και σε μια γενικότερη τάση εντός ΕΕ και διεθνώς όπου το ίδιο το κράτος δικαίου βρίσκεται σε κρίση. Όσον αφορά τη χώρα μας «κατατάσσεται φέτος στην 48η θέση (από την 47η πέρυσι) ανάμεσα σε 143 χώρες του δείκτη κράτος δικαίου 2025 του World Justice Project (WJP). Μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών η Ελλάδα είναι 29η από τις 31 συνολικά χώρες, ξεπερνώντας μόνον τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία (Ανοιχτή πληγή το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, Καθημερινή, 29/10/2025). Ακόμα και στην Ευρώπη, φαινόμενα οργανωμένου εγκλήματος προκαλούν σοβαρή διάβρωση του κράτους δικαίου, όπως δείχνει η περίπτωση του Βελγίου, όπου δίκτυα ναρκωτικών και διαφθοράς υπονομεύουν τη λειτουργία των θεσμών. Η σύγκριση αναδεικνύει πόσο σημαντικό είναι να αντιμετωπιστεί ριζικά το οργανωμένο έγκλημα και στην Κρήτη, χωρίς να το εξωραΐζουμε ως «ζήτημα τιμής». Όπως καταγγέλει σε ανώνυμη επιστολή του εισαγγελέας της Αμβέρσας στο Βέλγιο, η χώρα τείνει να εξελιχθεί σε ναρκο-κράτος, περιγράφοντας ένα σύστημα μολυσμένο από το εμπόριο ναρκωτικών, τη διαφθορά και τη βία, ικανό να κλονίσει τα θεμέλια της χώρας. Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, δίκτυα, τα οποία κάνουν ξέπλυμα χρήματος, αυξάνουν το κόστος των ακινήτων, με τη διαφθορά να διεισδύει σε κρατικούς θεσμούς. (Το Βέλγιο είναι ένα ναρκοκράτος, προειδοποιεί ο ανώτατος δικαστής της Αμβέρσας, Εφημερίδα των Συντακτών, 27/10/2025) Σας θυμίζει κάτι όλο αυτό; Λογικά, θα έπρεπε. Τουλάχιστον, στο Βέλγιο, δεν παρουσιάζουν το έγκλημα ως «ζήτημα τιμής», όπως συμβαίνει δυστυχώς σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης.
Η σημερινή πολιτική συγκυρία καθιστά αναγκαία μια ριζική επαναθεμελίωση της κοινωνικής και πολιτικής στρατηγικής. Δεν αρκεί να καταγγέλλουμε απλώς τα σκάνδαλα του ΟΠΕΚΕΠΕ, τα εγκλήματα «τιμής», την αστυνομική βία και τις ευθύνες της κεντρικής και τοπικής διοίκησης: χρειάζεται μια συνολική και βαθιά αλλαγή του κοινωνικού και πολιτικού μας προσανατολισμού. Με μια πολιτική που θα στηρίζεται στους ανθρώπους της εργασίας, της αγροτιάς και της γνώσης – όχι στους επιχειρηματίες, στους τοπικούς βουλευτές και στους «τοπικούς παράγοντες». Μια πολιτική που θα αναγνωρίζει την Κρήτη όχι ως τόπο «αντρειωμένων», αλλά ως νησί προοδευτικών ανθρώπων που διψούν για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία. Ο αγώνας ενάντια στη βεντέτα είναι ταυτόχρονα αγώνας ενάντια στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που τη συντηρεί. Όσο υπάρχει κοινωνική αδικία, φτώχεια και πολιτική διαφθορά, τόσο θα βρίσκει χώρο η «κουμπαριά», η «τιμή» και τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα και κυκλώματα. Και αυτό δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο την Κρήτη, όπως αποδεικνύεται.
Η ανατροπή αυτού του καπιταλιστικού, ταξικού και βαθύτατα εκμεταλλευτικού συστήματος δεν αποτελεί ρομαντική φαντασίωση, ούτε ουτοπία: είναι μια ιστορική ανάγκη, επιτακτική για την κοινωνική δικαιοσύνη και την πραγματική ελευθερία. Η Κρήτη γνώρισε επαναστάσεις, αντιστάθηκε στους κατακτητές, γέννησε ανθρώπους που πολέμησαν για τη λευτεριά και τη δημοκρατία. Οφείλει να ξαναβρεί αυτό το νήμα: να σταθεί απέναντι στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που έχει αποδειχθεί απρόθυμη να αντιμετωπίσει το έγκλημα γιατί αποτελεί κομμάτι του προβλήματος καθώς παρέχει πολιτική κάλυψη στους ισχυρούς και γιατί χρησιμοποιεί την αστυνομία ως εργαλείο καταστολής των αδυνάτων – έτσι κι αλλιώς, αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της αστυνομίας σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα όπως το «δικό» μας, η καταστολή των από κάτω και των αναγκών τους υπέρ της αστικής τάξης. Από τα σκάνδαλα στις αγροτικές επιδοτήσεις έως την αστυνομική αυθαιρεσία, το μήνυμα είναι ένα: η εξουσία προστατεύει τον εαυτό της, όχι την κοινωνία. Γι’ αυτό χρειάζεται πολιτική ανατροπή – όχι εναλλαγή προσώπων, ούτε μια καλύτερη «αριστερή» διαχείριση αλλά αλλαγή προσανατολισμού προς μια αντικαπιταλιστική, δημοκρατική, κοινωνική και γνήσια σοσιαλιστική κοινωνική κατεύθυνση.
Από αυτή την άποψη, πρόκειται για έναν αγώνα βαθιά πολιτικό και αναγκαίο. Χρειάζεται να δράσουμε τώρα, με την εργατική τάξη μπροστά, για να παλέψουμε για δημόσια παιδεία, υγεία και δικαιοσύνη: για μια κοινωνία που δε θα χρειάζεται το έγκλημα για να επιβιώσει. Αυτός, και μόνο αυτός, είναι ο δρόμος της πραγματικής τιμής: ο δρόμος της συλλογικότητας και της ελευθερίας. Το καπιταλιστικό σύστημα και οι πολιτικοί του φίλοι, καθώς και τα «παιδιά» του, όπως το οργανωμένο έγκλημα, δεν θα τελειώσουν με νόμους – χρήσιμους και αναγκαίους παρόλα αυτά – αλλά με κοινωνική ανατροπή. Δηλαδή, με την ανασύνταξη της κοινωνίας από τα κάτω, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, και με την πολιτική ηθική της αριστεράς, που γνωρίζει ότι ο αγώνας για δικαιοσύνη δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά καθορίζει το μέλλον.
(Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη της Βαγγελιώς Φραγκιαδάκη, νοσηλεύτριας στη Μονάδα Τεχνητού Νεφρού του Νοσοκομείου Χανίων, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στα θύματα του φονικού στα Βορίζια. Η πολύχρονη προσφορά της, η αφοσίωσή της στους ασθενείς και η ανθρωπιά της θα μείνουν ζωντανά στη μνήμη μας, για πάντα)





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου