Επιστολή
Ο κιτρινισμένος απ' την πολυκαιρία φάκελος του
έκαιγε τα χέρια. Ιδρώτας έτρεχε στο χαραγμένο μέτωπο του. Έτρεμε,
ανέβαζε πυρετό. Είκοσι χρόνια είχε να ανοίξει αυτή την επιστολή που
φοβόταν τα νέα της, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Τι νέα κι ειδήσεις θα
πείτε, τώρα, που συνειδήσεις αλλάζουν κι ο κόσμος γκρεμίζεται στα πήλινα
πόδια του. Τέλος πάντων, η λογική του, που τόσο σκληρά είχε οικοδομήσει
με γερά θεμέλια υλισμού κι αναισθησίας δεν τολμούσε να αντιμετωπίσει
αυτή τη μικρή λεπτομέρεια που βασάνιζε τη μνήμη του κι έπαιζε βασικό
ρόλο στον τρόπο που αντιμετώπιζε τους ανθρώπους.
Θυμόταν τα λόγια των φίλων. "Ή θα διαβάσεις το γράμμα ή θα το κάψεις. Αλλιώς αυτό θα κάψει εσένα. Είσαι φίλος μας και θέλουμε να ζήσεις." Δεν ικανοποίησε πότε την φιλική απαίτηση τους. Στο τέλος αποξενώθηκε κι απ' τους λίγους που αγαπούσε. Αν αγάπησα ποτέ, έλεγε. Μπάρκαρε στα καράβια. Θερμαστής. Γνώρισε και τον ποιητή που ήταν αμαρτωλός. Κοντά του μαθήτευσε στα πορνεία της Σαγκάης και της Μασσαλίας. Πάντα στην τσέπη του επενδύτη του, στο ύψος της καρδιάς, κρατούσε σαν δαίμονα και φυλαχτό την αδιάβαστη επιστολή. Οι ναύτες τον μισούσαν. Δεν έμοιαζε με αυτούς, ούτε ήθελε την παρέα τους. Οι γυναίκες τον σιχαίνονταν γιατί πάντα αυτομαστιγώνοταν, πριν την ερωτική πράξη, σαν άλλος μοναχός του μεσαίωνα. Ποτέ δεν θα σε διαβάσω, έλεγε και γελούσε σαν τρελός. Ποτέ! Ποτέ!
Ξύπνησε απότομα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο με τις σκωροφαγωμένες κουρτίνες διέκρινε την θάλασσα του πρωίου. Ψιλή πάχνη κάλυπτε το φτωχό, ξηρό έδαφος και τα βρύα των βράχων που έδερνε το κύμα. Έκανε κρύο. Εύκολα διέκρινε τη μυρωδιά Της, που ανάβλυζε μέσα από το γράμμα που ακόμα κρατούσε στα χέρια του. Γαρύφαλλο και θυμάρι. Αρώματα του τόπου του, της πατρικής οικίας. Ένιωσε την Παρουσία Της. Άκουσε την Φωνή Της, καθάρια και γλυκιά όπως τότε. "Αδιαφόρησες για μένα, τον επέπληξε. Ποτέ δεν τόλμησες να με ακούσεις! Αυτή η επιστολή γέρασε μαζί μου. Η αναμονή με οδήγησε στον θάνατο. Η αναμονή, η προσμονή της λατρείας σου... Ποτέ δεν μου είπες σ' αγαπώ! Ξέρεις γιατί; Γιατί παραμένεις πάντα το παιδί που φοβάται τη σκιά του! Γι αυτό άθλιε, ήρθε η ώρα να πεθάνεις!"
Αιχμηρά αντικείμενα τρύπησαν το σώμα του! Ζήτησε έλεος! Αλλά έλεος δεν υπήρχε...
Η θαλασσινή αύρα τον έβγαλε από τον λήθαργο. Έκανε εμετό πάνω στο τραπέζι. Λέρωσε το φαγητό που είχε να αγγίξει από χθες. Ζαλισμένος ακόμα, κοίταξε δεξιά και αριστερά. Ούτε σκωροφαγωμένες κουρτίνες, ούτε φαντάσματα του παρελθόντος. Στο χέρι του κρατούσε το όπλο του "εγκλήματος". Έναν παλιό χαρτοκόπτη... Ανατρίχιασε. Πήγα να με σκοτώσω μέσα σε ένα ατέλειωτο παραλήρημα, είπε σαστισμένος. Βρε τι παθαίνει κανείς, όταν βυθίζεται στην πρέζα!
Ειρηναίος Μαράκης
2-6/2/2012
Θυμόταν τα λόγια των φίλων. "Ή θα διαβάσεις το γράμμα ή θα το κάψεις. Αλλιώς αυτό θα κάψει εσένα. Είσαι φίλος μας και θέλουμε να ζήσεις." Δεν ικανοποίησε πότε την φιλική απαίτηση τους. Στο τέλος αποξενώθηκε κι απ' τους λίγους που αγαπούσε. Αν αγάπησα ποτέ, έλεγε. Μπάρκαρε στα καράβια. Θερμαστής. Γνώρισε και τον ποιητή που ήταν αμαρτωλός. Κοντά του μαθήτευσε στα πορνεία της Σαγκάης και της Μασσαλίας. Πάντα στην τσέπη του επενδύτη του, στο ύψος της καρδιάς, κρατούσε σαν δαίμονα και φυλαχτό την αδιάβαστη επιστολή. Οι ναύτες τον μισούσαν. Δεν έμοιαζε με αυτούς, ούτε ήθελε την παρέα τους. Οι γυναίκες τον σιχαίνονταν γιατί πάντα αυτομαστιγώνοταν, πριν την ερωτική πράξη, σαν άλλος μοναχός του μεσαίωνα. Ποτέ δεν θα σε διαβάσω, έλεγε και γελούσε σαν τρελός. Ποτέ! Ποτέ!
Ξύπνησε απότομα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο με τις σκωροφαγωμένες κουρτίνες διέκρινε την θάλασσα του πρωίου. Ψιλή πάχνη κάλυπτε το φτωχό, ξηρό έδαφος και τα βρύα των βράχων που έδερνε το κύμα. Έκανε κρύο. Εύκολα διέκρινε τη μυρωδιά Της, που ανάβλυζε μέσα από το γράμμα που ακόμα κρατούσε στα χέρια του. Γαρύφαλλο και θυμάρι. Αρώματα του τόπου του, της πατρικής οικίας. Ένιωσε την Παρουσία Της. Άκουσε την Φωνή Της, καθάρια και γλυκιά όπως τότε. "Αδιαφόρησες για μένα, τον επέπληξε. Ποτέ δεν τόλμησες να με ακούσεις! Αυτή η επιστολή γέρασε μαζί μου. Η αναμονή με οδήγησε στον θάνατο. Η αναμονή, η προσμονή της λατρείας σου... Ποτέ δεν μου είπες σ' αγαπώ! Ξέρεις γιατί; Γιατί παραμένεις πάντα το παιδί που φοβάται τη σκιά του! Γι αυτό άθλιε, ήρθε η ώρα να πεθάνεις!"
Αιχμηρά αντικείμενα τρύπησαν το σώμα του! Ζήτησε έλεος! Αλλά έλεος δεν υπήρχε...
Η θαλασσινή αύρα τον έβγαλε από τον λήθαργο. Έκανε εμετό πάνω στο τραπέζι. Λέρωσε το φαγητό που είχε να αγγίξει από χθες. Ζαλισμένος ακόμα, κοίταξε δεξιά και αριστερά. Ούτε σκωροφαγωμένες κουρτίνες, ούτε φαντάσματα του παρελθόντος. Στο χέρι του κρατούσε το όπλο του "εγκλήματος". Έναν παλιό χαρτοκόπτη... Ανατρίχιασε. Πήγα να με σκοτώσω μέσα σε ένα ατέλειωτο παραλήρημα, είπε σαστισμένος. Βρε τι παθαίνει κανείς, όταν βυθίζεται στην πρέζα!
Ειρηναίος Μαράκης
2-6/2/2012
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου