Ο ηθικός πανικός στην Αριστερά και τη Δεξιά με αφορμή τον θάνατο του Σαββόπουλου
Ο ηθικός πανικός στην Αριστερά και τη Δεξιά με αφορμή τον θάνατο του Σαββόπουλου
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης
Κι
αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα
με περιμένει
οι δρόμοι θα `ναι αδειανοί
κι η πολιτεία μου πιο ξένη
Διονύσης
Σαββόπουλος, Δημοσθένους λέξις (1972)
Ο
θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου δεν
προκάλεσε μόνο αναδρομές, αποτιμήσεις
και αφιερώματα. Προκάλεσε και κάτι
βαθύτερο, κάτι που υπήρχε ήδη υπόγεια
μέσα στο σώμα της Αριστεράς, μιας
συγκεκριμένης εκδοχής της, και απλώς
περίμενε μια αφορμή για να ξεσπάσει.
Έναν ηθικό πανικό. Έναν πανικό απέναντι
στο ίδιο της το πολιτισμικό παρελθόν,
απέναντι στη μνήμη, απέναντι στη δύσκολη
σχέση της με την έννοια του καλλιτέχνη
που αλλάζει, που γερνά, που μεταστρέφεται
ή/και μεταμορφώνεται, που προδίδει και
κάποιες φορές, προδίδεται. Ήταν σαν ο
θάνατος του Σαββόπουλου να έφερε στην
επιφάνεια όχι μόνο τα τραγούδια και τις
μνήμες μιας εποχής αλλά και όλες τις
άβολες ερωτήσεις που η Αριστερά αποφεύγει
να θέσει στον εαυτό της εδώ και
δεκαετίες.
Αποτελεί κοινή παραδοχή
ότι Σαββόπουλος υπήρξε κάτι περισσότερο
από τραγουδοποιός. Ήταν ο καθρέφτης
μιας χώρας που πέρασε από τη φτώχεια
και την καταπίεση σε μια σύγχρονη αστική
δημοκρατία με τις αντιφάσεις και τα
ποικίλα προβλήματα της, το είδωλο μιας
Αριστεράς που τραγουδούσε την επανάσταση
όταν αυτή φαινόταν πιθανή και ύστερα
έμαθε να την αναπολεί όταν αποφάσισε
πως η πολιτική δράση πετυχαίνει καλύτερα
με θέσεις στα βουλετικά έδρανα παρά με την
οργάνωση των κοινωνικών αγώνω, με
απεργίες και διαδηλώσεις. Από τον
ποιητικό, πολιτικό και ανατρεπτικό
Σαββόπουλο της δεκαετίας του ’60, τον
νεαρό που γελούσε με την εξουσία και
ταυτόχρονα ονειρευόταν έναν άλλο κόσμο,
έως τον ώριμο, συντηρητικό, εθνικολαϊκό
στοχαστή των τελευταίων δεκαετιών, η
διαδρομή του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά
η διαδρομή μιας κοινωνίας που άλλαξε
πρόσωπο χωρίς να αλλάξει ψυχή. Η Αριστερά
για χρόνια τον θεωρούσε δικό της παιδί
και ίσως γι’ αυτό ένιωσε προδομένη όταν
εκείνος άρχισε να κοιτάζει προς την
απέναντι όχθη, όταν μίλησε για την
«ελληνικότητα» χωρίς το φίλτρο της
εξέγερσης, όταν στήριξε ψυχή τε και
σώματι κυβερνήσεις και ρεύματα που
κάποτε σατίριζε. Ο θάνατός του ενεργοποίησε
έτσι το παλιό τραύμα της αποστασίας,
την απώλεια ενός συμβόλου που η Αριστερά
δεν μπόρεσε ποτέ να εντάξει πλήρως ούτε
να απορρίψει ολοκληρωτικά. Έμεινε κάπου
ανάμεσα, ανάμεσα στο θαυμασμό και τη
δυσφορία, στην αγάπη και την ενοχή.
Όμως,
αυτός ο ηθικός πανικός δεν εκδηλώθηκε
μόνο με λέξεις αλλά με τη σιωπή, με το
ύφος, με τον τρόπο που ο καθένας έσπευσε
να πει το δικό του αντίο. Στα κοινωνικά
δίκτυα και στα μέσα είδαμε τη γνωστή
διχοτόμηση, τη βίαιη, ανίερη τάση της
εποχής να χωρίζει τα πάντα στα δύο: από
τη μία, οι αγιογραφίες που έβλεπαν στον
Σαββόπουλο τον τελευταίο μεγάλο Έλληνα
δημιουργό, τον ποιητή που ένωσε το λόγιο
και το λαϊκό, τον στοχαστή που τόλμησε
να μιλήσει για την ψυχή του έθνους· από
την άλλη, η οργισμένη ακύρωση, οι φράσεις
περί προδότη της νεότητας, περί δεξιού
αποστάτη, περί ηθικού αυτουργού της
αποπολιτικοποίησης, περί απατεώνα. Και
όμως, τίποτα από αυτά δεν περιγράφει
την πραγματικότητα. Ο Σαββόπουλος δεν
ήταν ούτε άγιος ούτε δαίμονας αλλά
προϊόν μιας εποχής που έμαθε να
εξιδανικεύει τη ρήξη και να ενοχοποιεί
τη μεταστροφή, όχι πάντα άδικα. Και ο
Νιόνιος; Ήταν ένας άνθρωπος που πορεύτηκε
ανάμεσα στις αντιφάσεις του, που άλλαξε
μαζί με τον κόσμο του, και που στο τέλος
έμεινε έκθετος απέναντι σε όλους, γιατί
δεν μπορούσε πια να υπηρετήσει κανέναν
μύθο, ούτε τον επαναστατικό ούτε τον
εθνικό. Όσο και αν προσπάθησε, να γίνει
ένα με τον δεύτερο, αλλάζοντας κάποτε
και την εμφάνιση του ώστε να μην θυμίζει
τα χρόνια της αντίστασης στη Χούντα και
του Βιετνάμ αλλά έναν, καθωσπρέπει,
νεορθόξο διανοούμενο που αργότερα
προσχώρησε στον εκσυγχρονισμό της
εποχής Σημίτη και αργότερα, στην
υπεράσπιση της (ακρο)δεξιάς πολιτικής
της Νέας Δημοκρατίας.
Η Αριστερά,
μπροστά σε αυτό, δείχνει μια δυσανεξία
απέναντι στη φθορά. Δεν μπορεί να δεχτεί
ότι ο χρόνος διαβρώνει όχι μόνο τα σώματα
αλλά και τα σύμβολα. Ο Σαββόπουλος υπήρξε
φορέας μιας πίστης που κάποτε φαινόταν
αυτονόητη: ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει
τον κόσμο. Όταν αυτή η πίστη διαψεύστηκε,
ο καλλιτέχνης βρέθηκε μετέωρος. Δεν
μπορούσε να επιστρέψει στους παλιούς
συντρόφους, ούτε να ενταχθεί πλήρως
στους νέους θαυμαστές του. Κι εκεί, στη
μοναξιά του, αντικατοπτρίστηκε η δική
μας συλλογική αποτυχία. Η Αριστερά
αντέδρασε με ειρωνεία, απαξίωση, άρνηση,
όχι γιατί μισούσε τον Σαββόπουλο, αλλά
γιατί μισούσε μέσα του εκείνο το κομμάτι
της που αστικόποιήθηκε, που κουράστηκε,
που αναζήτησε τη θαλπωρή της κανονικότητας.
Κάθε επιτίμηση προς τον νεκρό ήταν,
βαθιά μέσα της, μια αυτοκριτική που δεν
τολμούσε να ειπωθεί.
Δεν είναι
τυχαίο ότι κάθε φορά που φεύγει ένας
δημιουργός της γενιάς του, η κοινωνία
ξανανοίγει το ίδιο τραύμα. Η Μεταπολίτευση
παραμένει το άλυτο αίνιγμα της Αριστεράς.
Τουλάχιστον μιας συγκεκριμένης εκδοχής
της Αριστεράς, της ρεφορμιστικής. Ήταν
νίκη ή ήττα; Ήταν το άνοιγμα μιας εποχής
ελευθερίας ή η αρχή της απονεύρωσης; Ο
Σαββόπουλος, με τη ζωή και την τέχνη
του, συμπύκνωσε αυτή τη σύγχυση. Ο ίδιος
που τραγουδούσε το «Ζεϊμπέκικο» και τη
«Δημοσθένους Λέξις» έγινε αργότερα ο
εκφωνητής του «Ας κρατήσουν οι χοροί»,
ο μεταφραστής της αντίστασης σε πανηγυρική
ενότητα. Η μουσική του κουβαλά το φορτίο
μιας εποχής που πέρασε από την πείνα
στην αφθονία, από το πάθος στην ειρωνεία,
από τον αγώνα στην ανάμνηση. Και αν
σήμερα η Αριστερά και οι άνθρωποι της
- όχι όλοι, το τονίζω - αντιδρούν με
πανικό, είναι γιατί βλέπουν σε αυτό το
πέρασμα το δικό τους πρόσωπο, το πέρασμα
από τη νεότητα στην ωριμότητα, από τη
βεβαιότητα στην αμφιβολία.
Η
Δεξιά, από την άλλη, δεν έμεινε ανεπηρέαστη
από τον θάνατο του Σαββόπουλου. Ενώ η
Αριστερά βυθίστηκε στην ενοχή για την
απώλεια ενός συμβόλου, η Δεξιά είδε μια
ευκαιρία να το οικειοποιηθεί, να το
μετατρέψει σε εθνικό εικόνισμα. Όμως,
όπως η Αριστερά δεν μπορεί να δεχτεί τη
φθορά, έτσι και η Δεξιά δυσκολεύεται να
αποδεχτεί την πολυπλοκότητα ενός
καλλιτέχνη που δεν χωρά σε ιδεολογικά
κουτιά. Και οι δύο πλευρές, με διαφορετικό
τρόπο, αντιμετώπισαν τον Σαββόπουλο ως
πρόκληση για τις βεβαιότητές τους.
Αξίζει
να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ότι ο
όρος «ηθικός πανικός» καθιερώθηκε στη
δεκαετία του 1970 από τον κοινωνιολόγο
Stanley Cohen, στο βιβλίο του Folk
Devils and Moral Panics. Ο Cohen μελέτησε πώς τα
μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί και η
κοινή γνώμη αντιδρούν υπερβολικά και
συχνά υστερικά απέναντι σε ένα γεγονός
ή μια κοινωνική ομάδα, θεωρώντας ότι
απειλεί τις κυρίαρχες ηθικές αξίες ή
τη δημόσια τάξη. Με απλά λόγια, ηθικός
πανικός είναι η μαζική, δυσανάλογη
αντίδραση σε κάτι που βιώνεται ως απειλή
για την ηθική τάξη, ακόμη κι αν η απειλή
αυτή είναι υπερβολική ή φαντασιακή.
Είναι ένα κοινωνικό αντανακλαστικό που
αποκαλύπτει περισσότερο τι φοβάται μια
κοινωνία παρά τι πραγματικά συμβαίνει.
Κι
αν στην Αριστερά ο πανικός εκδηλώθηκε
με ενοχή και εσωστρέφεια, στη Δεξιά
εκδηλώθηκε με υπερβολική ταύτιση. Η
Δεξιά, και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας
υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θέλοντας να
αποδείξει ότι ο Σαββόπουλος «ανήκει σε
όλους», προσπάθησε να τον αγιοποιήσει
πλήρως, να αποσιωπήσει τις σατιρικές
και πολιτικά επικίνδυνες πτυχές του
έργου του. Να μετατρέψει τον καλλιτέχνη
που ειρωνεύτηκε την εξουσία σε εθνικό
ποιητή, τον νέο που τραγουδούσε τη ρήξη
σε ώριμο ερμηνευτή της ενότητας. Εδώ,
δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμβολή
του ίδιου του Σαββόπουλου στη συγκεκριμένη
κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα, όμως,
αυτή η προσπάθεια είναι ο δικός της
ηθικός πανικός: ο φόβος μήπως χαθεί η
βεβαιότητα ενός σταθερού εθνικού
αφηγήματος. Η Δεξιά δεν μπορεί να αντέξει
έναν δημιουργό αμφίσημο, που αλλάζει,
που διαψεύδει, που δεν εντάσσεται εύκολα
στα όρια του «καθαρού» πατριωτισμού.
Έτσι επιλέγει την επιλεκτική αμνησία,
υιοθετώντας τον Σαββόπουλο που την
εξυπηρετεί και ξεχνώντας εκείνον που
κάποτε τη σατίρισε.
Ο ηθικός
πανικός, είτε αριστερός είτε δεξιός,
είναι πάντα μια πράξη άμυνας απέναντι
στο ασυμβίβαστο της πραγματικότητας.
Η Αριστερά πανικοβλήθηκε γιατί είδε
στον Σαββόπουλο την προδομένη νεότητά
της. Η Δεξιά πανικοβλήθηκε γιατί είδε
έναν καλλιτέχνη που δεν μπορεί να
ενταχθεί πλήρως στο καθαρό της αφήγημα.
Και στις δύο περιπτώσεις, η μορφή του
Σαββόπουλου λειτούργησε ως πρόκληση:
έφερε στην επιφάνεια τα ανομολόγητα
άγχη κάθε παράταξης. Η Αριστερά τρομάζει
μπροστά στην ωρίμανση, η Δεξιά μπροστά
στην αμφισημία. Και ο ηθικός πανικός
είναι, στην ουσία, η κραυγή ενός συλλογικού
φόβου: ότι η τέχνη, η ιστορία και ο
άνθρωπος είναι πιο περίπλοκοι απ’ όσο
αντέχουν τα ιδεολογικά μας σχήματα. Η
πρόκληση, λοιπόν, δεν είναι να ξαναγράψει
κανείς την ιστορία του όπως τη βολεύει.
Η πρόκληση είναι να μάθει να συμβιώνει
με τις αντιφάσεις, να αποδέχεται πως η
τέχνη και οι άνθρωποι που την υπηρετούν
δεν είναι μονοσήμαντοι. Να μπορεί να
τιμά έναν καλλιτέχνη χωρίς να τον
αγιοποιεί, να αναγνωρίζει την αξία ενός
έργου χωρίς να εξαγνίζει τις πολιτικές
του επιλογές. Να βλέπει τη μεταστροφή
όχι ως προδοσία, αλλά ως μαρτυρία της
φθοράς των οραμάτων. Ίσως αυτό να είναι
το πιο ειλικρινές που μπορούμε να κάνουμε
σήμερα: να δούμε τον Σαββόπουλο όχι ως
προφήτη ή αποστάτη, αλλά ως μαρτυρία
μιας γενιάς που πίστεψε και απογοητεύτηκε,
που τραγούδησε και ύστερα σίγησε, που
έζησε ανάμεσα στο φως και τη σκόνη. Μέχρι
που ξαναβγήκε στο δρόμο της σύγκρουσης
και του αγώνα.
Ο ηθικός πανικός
γύρω από τον Σαββόπουλο δείχνει ότι η
Αριστερά, και μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι
της κοινωνίας, δεν έχει ακόμη απογαλακτιστεί
από τα φαντάσματα της Μεταπολίτευσης.
Θρηνεί όχι μόνο έναν τραγουδοποιό, αλλά
και την εποχή που πίστευε πως η τέχνη
και η πολιτική μπορούν να βαδίζουν πλάι
πλάι, χωρίς να υποτάσσεται η μία στην
άλλη. Ο θάνατός του, αν το θελήσουμε,
μπορεί να γίνει αφορμή για αυτογνωσία.
Όχι για απολογία, ούτε για ύβρη, αλλά
για διάλογο. Για να αναρωτηθούμε όχι
ποιος ήταν ο Σαββόπουλος αλλά ποιοι
γίναμε εμείς, μέσα από την αγάπη, τον
θυμό ή την αδιαφορία μας γι’ αυτόν. Ας
ξεκινήσουμε συζητήσεις, ας γράψουμε,
ας διαφωνήσουμε ανοιχτά για το τι
σημαίνει η κληρονομιά του, για το πώς η
τέχνη διαμορφώνει αλλά και προδίδεται
από την πολιτική. Μόνο έτσι μπορούμε να
κοιτάξουμε κατάματα την ιστορία μας
και να συμφιλιωθούμε με τη φθορά, τη
διαδρομή και τη σιωπή που μας ενώνει με
εκείνον.
Παράλληλη δημοσίευση με το ιστολόγιο «Λογοτεχνία και Σκέψη»





Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου