Για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο
γράφει ο Θανάσης Καμπαγιάννης*
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο κρίσης της τρικομματικής συγκυβέρνησης. Στο κείμενο αυτό ακολουθούν οκτώ σημεία παρέμβασης στη συζήτηση που το συνοδεύει.
1. Γιατί κατεβαίνει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο; Σε αντίθεση με το τι συνέβαινε έναν χρόνο πριν, τα μνημονιακά κόμματα είναι στριμωγμένα στο ζήτημα του ρατσισμού. Συνέπεια των ρατσιστικών πολιτικών που τα ίδια προμοτάρισαν συνειδητά (ως αποπροσανατολισμό για τις πολιτικές του Μνημονίου) ήταν η είσοδος της Χρυσής Αυγής, μιας ανοιχτά ναζιστικής συμμορίας, στη Βουλή. Η εξέλιξη αυτή έχει πυροδοτήσει δύο διαδικασίες: η μία είναι η άνοδος του αντιφασιστικού κινήματος, μαζί με μια αυξανόμενη αντιρατσιστική ευαισθητοποίηση (ο Γιώργος Τσιάκαλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ορθά εξηγεί ότι «η αίσθηση που έχουμε ότι ο ρατσιστικός λόγος ενισχύθηκε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι διακρίνουν τη ρατσιστική παραφωνία, ανησυχούν γι’ αυτή κι ενδιαφέρονται να την αντιμετωπίσουν»). Είναι εντυπωσιακό ότι αρθρογράφοι σημαντικών διεθνών έντυπων, όπως ο Guardian, παραδέχονται ότι η αντιφασιστική κινητοποίηση από τα κάτω υπερβαίνει κατά πολύ την διάθεση του ελληνικού πολιτικού προσωπικού να μπει φραγμός στους νεοναζί, μνημονεύοντας μάλιστα σαν σημαδιακή κινητοποίηση την 19 Γενάρη (τίτλος άρθρου: «O λαός της Ελλάδας δείχνει στους πολιτικούς πώς να παλέψουν τη Χρυσή Αυγή»). Η άλλη εξέλιξη είναι η αυξανόμενη πίεση από διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει το ελληνικό κράτος ώστε να υπάρξουν πρακτικά μέτρα περιορισμού των νεοναζί: η σημαντικότερη μέχρι σήμερα παρέμβαση αυτού του είδους ήταν η έκθεση του επιτρόπου ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Νιλς Μιούιζνεκς που ήταν κόλαφος όχι μόνο για τη Χρυσή Αυγή, αλλά και για τη συνενοχή του ελληνικού κράτους, της αστυνομίας και της ίδιας της κυβέρνησης Σαμαρά στην άνοδό της. Η κυβέρνηση είναι έτσι πιασμένη στο δόκανο μιας διπλής πίεσης, ενός ολοένα ενεργητικότερου αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος και μιας εξωτερικής πίεσης να φανεί – τουλάχιστον τυπικά – ότι λαμβάνει μέτρα για τον περιορισμό του φασισμού και του ρατσισμού.
2. Ποιος προωθεί πολιτικά την ψήφιση του νομοσχεδίου; Ως αποτέλεσμα της διπλής αυτής πίεσης, η κυβέρνηση έδωσε ομόφωνα το πράσινο φως για επεξεργασία και επανακατάθεση ενός νομοσχεδίου που χρόνια τώρα είναι στα σκαριά (προηγούμενες απόπειρες είχαν κάνει οι Καστανίδης και Παπαϊωάννου). Είναι ωστόσο σαφές ότι την πολιτική πρωτοβουλία την συντηρούν τα δύο μικρότερα κόμματα της συγκυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, που επιχειρούν με αυτόν τον τρόπο να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την ακροδεξιά ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας και να επαναβεβαιώσουν την σημασία – και την ισχύ – τους στα πλαίσια της τρικομματικής. Γιατί όμως μια αντιπαράθεση που σιγόβραζε εξελίσσεται τώρα σε ανοιχτή κρίση; Η επιμονή στην κατάθεση του νομοσχεδίου και στη συντήρησή του στη δημοσιότητα είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης που βιώνουν τις τελευταίες βδομάδες ιδίως το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ. Η σύγκρουση Βενιζέλου-Παπανδρέου έβαλε ταφόπλακα σε κάθε αμυδρή ελπίδα ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ, η κλιμάκωση της ατζέντας «νόμου και τάξης» με την επιστράτευση 88.000 εκπαιδευτικών υπονομεύει καίρια τη δυνατότητα της ΔΗΜΑΡ να υποδύεται τον – έστω και μετριοπαθή – αριστερό εταίρο, ενώ οι κινήσεις Σαμαρά για «διεύρυνση» της Νέας Δημοκρατίας δίνουν την αίσθηση υπέρβασης της τρικομματικής συνεργασίας και πετάγματος των εταίρων που εξελίσσονται όλο και πιο πολύ σε «βαρίδια». Στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο συμπυκνώνονται έτσι όλα τα πολιτικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η συγκυβέρνηση και διαψεύδονται οι αισιόδοξες «εκτιμήσεις» των προπαγανδιστών της. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά αδύναμη, είτε κληθεί να πάρει νέα μέτρα είτε όχι: αν πιεστεί από την Τρόικα να προχωρήσει σε μετωπικές επιθέσεις τον Ιούνη, το πιθανότερο είναι ότι θα καταρρεύσει. Αν η Τρόικα δώσει χρόνο μέχρι το φθινόπωρο (όπως προδιαγράφεται στις αναλύσεις), ο χρόνος αυτός θα είναι περίοδος έκρηξης των πολιτικών αντιφάσεων που συγκλονίζουν τη συγκυβέρνηση και όχι υπέρβασής τους.
3. Τι λέει το νομοσχέδιο; Χωρίς να έχουμε δει ακόμα την τελική του μορφή αφού οι διατάξεις του μεταβάλλονται συνεχώς, το νομοσχέδιο περιέχει χοντρικά τρία σημαντικά σημεία: πρώτον, προβλέπει ποινές φυλάκισης σε όποιον προτρέπει σε πράξεις βίας και σε μίσος «με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό». Η διάταξη αυτή δεν είναι πρωτόγνωρη στο ελληνικό δίκαιο, αφού παρόμοια έχει ήδη ψηφιστεί με τον νόμο 927/1979 (σε κύρωση διεθνούς σύμβασης). Δεύτερον, ποινικοποιεί τον δημόσιο εγκωμιασμό του ρατσισμού και την άρνηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας με αμφισβητούμενο το ποια είναι αυτά («απαιτείται τα εγκλήματα αυτά να έχουν αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ή διεθνούς δικαστηρίου»). Και τρίτον, προβλέπει ποινές για όσους δημόσιους λειτουργούς και κόμματα προβαίνουν στις παραπάνω πράξεις (απειλώντας έτσι με διακοπή χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής ή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων των βουλευτών της). Η τελευταία αυτή πρόβλεψη δεν καλύπτεται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Θετική είναι περαιτέρω η διάταξη (μιλάμε πάντα για το προσχέδιο) προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών επιθέσεων από τυχόν απέλαση μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης (καθώς και των ουσιωδών μαρτύρων).
4. Η Νέα Δημοκρατία και η στρατηγική της. Τα επιχειρήματα της Νέας Δημοκρατίας ενάντια στην ψήφιση του νομοσχεδίου είναι έωλα και θα πρέπει να μπουν στο στόχαστρο του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος. Είναι αστείο να λέγεται ότι «το νομικό πλαίσιο είναι επαρκές». Αν ήταν επαρκές, δεν θα είχε φτάσει μια ναζιστική συμμορία να μπει στη Βουλή, ειδικά όταν ήταν πολύ ευκολότερο να τσακιστεί η δράση της. Στην πραγματικότητα, το «υπάρχον νομικό πλαίσιο» στο σύνολό του ευνοεί τον ρατσισμό και αφήνει ανέγγιχτο τον ναζισμό, γι’ αυτό και οι κρατικοί μηχανισμοί – λαμβάνοντας το μήνυμα – δεν χρησιμοποίησαν ποτέ την υφιστάμενη αντιρατσιστική νομοθεσία. Είναι περαιτέρω γελοίο να ενδιαφέρεται η Νέα Δημοκρατία για τον κίνδυνο «ηρωοποίησης» της Χρυσής Αυγής (και άρα πιθανής ενίσχυσής της). Δεν είδαμε στο παρελθόν κανένα ανάλογο ενδιαφέρον για την «ηρωοποίηση» του αναρχικού χώρου, με τις φωτογραφίες δαρμένων από την ΕΛΑΣ κατηγορουμένων σαν στην Άγρια Δύση. Ποτέ στον δημόσιο λόγο για την «πάταξη της τρομοκρατίας» δεν χρησιμοποιήθηκαν επιχειρήματα περί ηρωοποίησης, επαρκούς νομικού πλαισίου ή αντιμετώπισης των κοινωνικών αιτιών που γεννάνε το «φαινόμενο». Το κυρίαρχο δόγμα ήταν πάντα αυτό της «μηδενικής ανοχής». Η Νέα Δημοκρατία απλά αποκαλύπτει ότι παρά τη ρητορική των «δύο άκρων», έχει επιλέξει το άκρο που επιθυμεί να προστατέψει. Είναι τέλος προκλητικό να εναντιώνονται στελέχη της κυβέρνησης κατά του νομοσχεδίου επικαλούμενα τον κίνδυνο περιστολής της «ελευθερίας του λόγου» και της ελεύθερης δράσης της Αριστεράς: οι διώκτες του Παστίτσιου και οι υπερασπιστές των επιστρατεύσεων δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μεταμφιέζονται σε «ανησυχούντες φιλελεύθερους». Το τελευταίο πράγμα που ανησυχεί το επιτελείο του Σαμαρά είναι η παρασάλευση των αρχών του φιλελευθερισμού.
5. Τι επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία; Η άρνηση της Νέας Δημοκρατίας να ψηφίσει το νομοσχέδιο δεν οφείλεται στα “ακροδεξιά σταγονίδια” της παράταξης που βρίσκονται κοντά στο νυν Πρόεδρό της, όπως συνήθως περιγράφουν τα ΜΜΕ και υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ (με την προφανή ελπίδα συνεργασίας με το “φιλελεύθερο” κομμάτι της ΝΔ). Η επιλογή είναι πιο βαθιά στρατηγική: ο Σαμαράς θέλει να χρησιμοποιήσει την κυβερνητική του θητεία και τη μνημονιακή περίοδο για να ανακατασκευάσει το πολιτικό σύστημα ξεμπερδεύοντας με τον συσχετισμό της Μεταπολίτευσης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια καθαρή, μονομέτωπη και στοχοπροσηλωμένη επίθεση στην Αριστερά και μια ανασυγκροτημένη αστική Δεξιά, που θα απορροφήσει κάθε κεντρώο σχηματισμό. Στο πολιτικό αυτό σχέδιο, ο περιορισμός της Χρυσής Αυγής θα γίνει μέσω της απορρόφησης των ψηφοφόρων της στην μητέρα-παράταξη, οι οποίοι – σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματολογία – στράφηκαν προς τα δεξιά γιατί η Νέα Δημοκρατία δεν ήταν επαρκώς συντηρητική. Η ψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου στέκεται εμπόδιο σε αυτή τη στρατηγική, γι' αυτό και η Νέα Δημοκρατία διαμηνύει ότι θα τον καταψηφίσει. Κομμάτι της ίδιας στρατηγικής είναι η κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια, η πρόταση για εισδοχή στο στρατό μόνο Ελλήνων το γένος, η πολιτική “νόμου και τάξης” και των επιστρατεύσεων, κοκ. Δεν πρόκειται για εθνική ιδιαιτερότητα: σε όλη την Ευρώπη η Δεξιά αντιμετωπίζει το στρατηγικό δίλημμα αν - εν όψει του βάθους της καπιταλιστικής κρίσης και των δυσκολιών διαχείρισης της - θα σπάσει από την κεντρώα εκσυγχρονιστική συναίνεση της τελευταίας εικοσαετίας και θα στραφεί προς τις ιδεολογικές ρίζες της (χαρακτηριστικότερη γι' αυτό είναι η αντιπαράθεση γύρω από την ψήφιση του γάμου των ομοφυλόφιλων τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία, γεγονός που αγγίζει τη συζήτηση και εδώ αφού κομμάτι του αντιρατσιστικού νόμου είναι και τα ζητήματα γενετήσιου προσανατολισμού).
6. Ο κίνδυνος των δύο άκρων. Η συζήτηση στην Αριστερά έχει ηγεμονευτεί από τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο εναντίον της δράσης του κινήματος. Το ΚΚΕ έχει κάνει το ζήτημα αυτό κεντρικό στην θέση του ενάντια στο νομοσχέδιο. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Ευρωκοινοβούλιο έχουν εκδώσει ψηφίσματα που εξισώνουν τον ναζισμό με τον κομμουνισμό πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς απέναντι στη διάταξη του νομοσχεδίου σχετικά με την άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Αλλά συνολικότερα, η αντιμετώπιση του νομοσχεδίου ως απόπειρας να εγκληματοποιηθεί η δράση της Αριστεράς αποτελεί λάθος ανάγνωση της συγκυρίας. Αν αυτό ήταν το κέντρο του νομοσχεδίου, τότε η Νέα Δημοκρατία θα ήταν στην πρώτη γραμμή της ψήφισής του. Το νομοσχέδιο που έχει δει το φως της δημοσιότητας δεν είναι νομοσχέδιο “ενάντια και στα δύο άκρα”: δεν θα μπορούσε να είναι άλλωστε, αφού στη συγκεκριμένη συγκυρία οι πολιτικοί του γεννήτορες επιχειρούν να το χρησιμοποιήσουν ως “αριστερή” διαφοροποίηση στην ακροδεξιά ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας. Γι' αυτό το λόγο και κάθε αναλογία με το Ιδιώνυμο είναι εκτός τόπου και χρόνου. Η Αριστερά πρέπει να διαβάσει ορθά τη συγκυρία: η προώθηση του νομοσχεδίου είναι αποτέλεσμα της πίεσης που υφίσταται η συγκυβέρνηση και όχι ενός συνωμοτικού σχεδίου κλιμάκωσης της καταστολής. Η στάση της Αριστεράς δεν μπορεί να ταυτίζεται με μια υπεράσπιση του “φιλελευθερισμού” και της “ελευθερίας του λόγου” εν γένει. Ο ρατσιστικός λόγος έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι δεν είναι άλλη μία “γνώμη”, αλλά αποτελεί ανοιχτό κάλεσμα σε πράξεις βίας. Η στοχοποίηση τέλος της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί εξ ορισμού απαρχή μετέπειτα στοχοποίησης της Αριστεράς. Όταν τα κόμματα της Αριστεράς απαιτούν απο δημάρχους να μην καλέσουν Χρυσαυγίτες βουλευτές σε εκδηλώσεις, να μην παράσχουν υλικές διευκολύνσεις (αίθουσες, κλπ), δεν ανοίγουν τον δρόμο σε μια μετέπειτα αναλογική χρήση παρόμοιων αποφάσεων κατά της Αριστεράς. Τουναντίον, τέτοιου είδους αποφάσεις χτίζουν τους συσχετισμούς για τον οριστικό ενταφιασμό της θεωρίας των “δύο άκρων” που προωθείται κατά της Αριστεράς.
7. Η απουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η πιο εντυπωσιακή απουσία στην αντιπαράθεση γύρω από το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο είναι αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αποτέλεσμα της απόσυρσης του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο από τις μάχες του εργατικού κινήματος (όπως φάνηκε τρανταχτά στην απεργία των καθηγητών), αλλά και από τις πολιτικές μάχες του αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού κινήματος. Η απουσία από τις μάχες κατά του ρατσισμού (βλ. Μανωλάδα), αλλά και γενικότερη απουσία οποιασδήποτε, έστω και τυπικής, αναφοράς στο θέμα στις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, από φόβο ότι θα τρομάξουν οι συντηρητικοί ψηφοφόροι, σημαίνει ότι στην μεγαλύτερη δημόσια κυβερνητική κρίση η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ένας αμέτοχος θεατής. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την ευκαιρία να επιταχύνει την κρίση της συγκυβέρνησης σηκώνοντας το ζήτημα της ιθαγένειας (αντί να το θάψει), όπως θα μπορούσε να το κάνει θέτοντας ζητήματα φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα κατά της ανεργίας (αντί να οργανώνει συνέδρια με τους ”προοδευτικούς” ιεράρχες) ή κατεβάζοντας την πρόταση για απλή αναλογική (αντί να επιλέγει τον ρεαλισμό του μπόνους των 50 εδρών). Είναι πλέον οριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει την στρατηγική του “ώριμου φρούτου”: δεν επιθυμεί την πτώση της κυβέρνησης, παρά αναμένει την κοινοβουλευτική εναλλαγή μέσω εκλογών.
8. Το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα στην πρώτη γραμμή. Το κίνημα κατά του ρατσισμού και του φασισμού είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής των εξελίξεων των τελευταίων μηνών, έστω κι αν είναι εξαφανισμένο από τα δημοσιογραφικά κείμενα. Μόνο η συνέχιση και η κλιμάκωσή του μπορούν να βάλουν φραγμό στους νεοναζί και τις ρατσιστικές πολιτικές, όχι οι θεσμοί και τα νομοσχέδια. Αυτοί που έθρεψαν το ναζιστικό τέρας επιχειρούν τώρα πιεσμένοι να εμφανιστούν ως κομμάτι της λύσης. Το κίνημα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να ανοίξει όλη του την ατζέντα. Όπως το έχει περιγράψει ο Πέτρος Κωνσταντίνου: “αντιρατσιστική πολιτική σημαίνει εδώ και τώρα να πάρει πίσω τις επιθέσεις που ξεκίνησε η συγκυβέρνηση με τις επιχειρήσεις σκούπα του Ξένιου Δία, τα ναζιστικού τύπου στρατόπεδα συγκέντρωσης-κολαστήρια, τον φράχτη στον Έβρο, το πάγωμα του νόμου για την ιθαγένεια και τη ψήφο των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές. Σημαίνει αλλαγή σελίδας με την έναρξη διαδικασίας νομιμοποίησης των μεταναστών χωρίς χαρτιά και την απόδοση ασύλου στους πρόσφυγες...απαιτούμε την άρση της ασυλίας των νεοναζί βουλευτών της Χρυσής Αυγής ώστε να δικαστούν για τα εγκλήματα που διαπράττουν προβάλλοντάς τα μάλιστα από τα ΜΜΕ. Απαιτούμε να τιμωρηθούν οι ένοχοι για τη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα και για τις τόσες άλλες ρατσιστικές δολοφονίες και να οδηγηθούν στη φυλακή οι ηθικοί αυτουργοί που τους υπέθαλψαν... απαιτούμε να κλείσουν τα γραφεία-ορμητήρια των ταγμάτων εφόδου”.
Οι πολιτικές του Μνημονίου και της λιτότητας γεννάνε την εξαθλίωση που αποτελεί το εύφορο έδαφος για την ρατσιστική βία και την άνοδο του ναζισμού. Γι' αυτό και το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα είναι κομμάτι αυτής της συνολικότερης μάχης. Και θα νικήσει οριστικά μόνο όταν κερδηθεί αυτή η συνολικότερη μάχη.
*Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου